Διογενής: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
m (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Diogenis
|Transliteration C=Diogenis
|Beta Code=*diogenh/s
|Beta Code=*diogenh/s
|Definition=Διογενές,<br><span class="bld">A</span> [[sprung from Zeus]], in Hom. [[epithet]] of kings, [[ordained and upheld by Zeus]], Il.1.337, al.; δ. Ὀδυσεύς Od.2.352; later, Δ. θεοί A.''Th.''301 (lyr.), ''Supp.''631 (lyr.), [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1263; <b class="b3">Διογενὲς κράτος</b>, of Pallas, A.''Th.''127 (lyr.); δ. τέκνον [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''91; Ἀμφίων A.''Th.''528; <b class="b3">αἷμα τὸ δ.</b>, of Achilles, E.''Andr.'' 1195 (lyr.): generally, [[divine]], φάος Id.''Med.''1258 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> parox., [[Διογένης]], ους, ὁ, pr. n. [Δῑ- in Ep., ῑ in Trag.]
|Definition=Διογενές,<br><span class="bld">A</span> [[sprung from Zeus]], in Hom. [[epithet]] of kings, [[ordained and upheld by Zeus]], Il.1.337, al.; δ. Ὀδυσεύς Od.2.352; later, Δ. θεοί A.''Th.''301 (lyr.), ''Supp.''631 (lyr.), [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1263; <b class="b3">Διογενὲς κράτος</b>, of Pallas, A.''Th.''127 (lyr.); δ. τέκνον [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''91; Ἀμφίων A.''Th.''528; <b class="b3">αἷμα τὸ δ.</b>, of Achilles, [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]'' 1195 (lyr.): generally, [[divine]], φάος Id.''Med.''1258 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> parox., [[Διογένης]], ους, ὁ, pr. n. [Δῑ- in Ep., ῑ in Trag.]
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 07:33, 19 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Διογενής Medium diacritics: Διογενής Low diacritics: Διογενής Capitals: ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Diogenḗs Transliteration B: Diogenēs Transliteration C: Diogenis Beta Code: *diogenh/s

English (LSJ)

Διογενές,
A sprung from Zeus, in Hom. epithet of kings, ordained and upheld by Zeus, Il.1.337, al.; δ. Ὀδυσεύς Od.2.352; later, Δ. θεοί A.Th.301 (lyr.), Supp.631 (lyr.), Ar.Av.1263; Διογενὲς κράτος, of Pallas, A.Th.127 (lyr.); δ. τέκνον S.Aj.91; Ἀμφίων A.Th.528; αἷμα τὸ δ., of Achilles, E.Andr. 1195 (lyr.): generally, divine, φάος Id.Med.1258 (lyr.).
II parox., Διογένης, ους, ὁ, pr. n. [Δῑ- in Ep., ῑ in Trag.]

Greek (Liddell-Scott)

Διογενής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ Διός γεννηθείς, ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τῶν βασιλέων καὶ ἡγεμόνων ὡς ὁρισθέντων καὶ ὑποστηριζομένων ὑπὸ τοῦ Διὸς (ἐκ δέ Διὸς βασιλῆες Ἡσ. Θ. 96), οὐχὶ ὡς εἰ ὄντως ἐξ αὐτοῦ ἐγεννήθησαν· ὁ Αἰσχύλ. καλεῖ τοὺς θεοὺς αὐτούς: θεοὶ Διογενεῖς Θήβ. 301, Ἱκέτ. 631· ἡ Παλλὰς εἶνε Διογενὲς κράτος, Θήβ. 129, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 91· ὁ Ἀμφίων εἶνε Διογενὴς Θήβ. 528· αἷμα τὸ δ., ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Εὐρ. Ἀνδρ. 1194· καθόλου, θεῖος, φάος ὁ αὐτ. Μηδ. 1258. ΙΙ. παροξ., Διογένης, ους, ὁ, κύρ. ὄνομα. [Δῑ- ἐν Ἐπ.].

Greek Monotonic

Διογενής: [ῑ] [στον Όμηρ.], -ές (γί-γνομαι), γεννημένος, προερχόμενος, σταλμένος από τον Δία· λέγεται για τους βασιλείς και ηγεμόνες, που ορίζονται και υποστηρίζονται από τον Δία, σε Όμηρ.· λέγεται για τους θεούς, σε Τραγ.