περιπλάνησις: Difference between revisions
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=περιπλᾰ́νησις | ||
|Medium diacritics=περιπλάνησις | |Medium diacritics=περιπλάνησις | ||
|Low diacritics=περιπλάνησις | |Low diacritics=περιπλάνησις |
Latest revision as of 11:58, 24 September 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, wandering about, ib.520f (pl.).
German (Pape)
[Seite 587] ἡ, das Herumirren, Plut.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
course errante tout autour.
Étymologie: περιπλανάομαι.
Russian (Dvoretsky)
περιπλάνησις: εως (ᾰ) ἡ блуждание вокруг, странствование Plut.
Greek Monolingual
η / περιπλάνησις, -ήσεως, ΝΜΑ περιπλανώμαι
άσκοπη μετακίνηση σε διάφορους τόπους
νεοελλ.
εκτροπή από τον σωστό δρόμο, χάσιμο του δρόμου.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλάνησις: [ᾰ], ἡ, τὸ περιπλανᾶσθαι, Πλούτ. 2. 250F, Βυζ.