ἀναπόσπαστος: Difference between revisions

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] nicht abgezogen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] [[nicht abgezogen]], Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 07:43, 28 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόσπαστος Medium diacritics: ἀναπόσπαστος Low diacritics: αναπόσπαστος Capitals: ΑΝΑΠΟΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anapóspastos Transliteration B: anapospastos Transliteration C: anapospastos Beta Code: a)napo/spastos

English (LSJ)

ἀναπόσπαστον, inseparable, τοῦ ἑνός Dam.Pr.113. Adv. ἀναποσπάστως = inseparably Simp. in Epict.p.6 D.

Spanish (DGE)

-ον
1 inseparable τοῦ ἑνός Dam.Pr.113
subst. τὸ τῆς κυριότητος ἀναπόσπαστον Chrys.M.63.15.
2 adv. ἀναποσπάστως = inseparablemente Simp.in Epict.6.35.

German (Pape)

[Seite 203] nicht abgezogen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόσπαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀποσπάσῃ, ἀχώριστος «καὶ τὸ τῆς υἱότητος γνήσιον, καὶ τὸ τῆς κυριότητος ἀναπόσπαστον» Ἰω. Χρυσ. τόμ. 4. σ. 432. 30. ― Ἐπίρρ. -τως Σιμπλίκ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναπόσπαστος, -ον) ἀποσπῶ
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αποσπάσει, να τον αποχωρίσει από κάτι άλλο, αδιάσπαστος, αχώριστος, αδιάρρηκτος
νεοελλ.
απαραίτητος.