παχύπους: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πᾱχύπους:''' 2, gen. ποδος (ῠ) толстоногий | |elrutext='''πᾱχύπους:''' 2, gen. ποδος (ῠ) [[толстоногий]] rst. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 21:26, 21 March 2024
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, ἡ, gen. ποδος, thick-footed, v.l. in Arist.HA557a23, cf. Adam.2.48.
German (Pape)
[Seite 539] οδος, dickfüßig, Polem. physiogn., Hesych.
Russian (Dvoretsky)
πᾱχύπους: 2, gen. ποδος (ῠ) толстоногий rst.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων παχεῖς πόδας, διάφ. γραφ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἰστ. 5. 31, 7, Πολέμων. Φυσιογν. 287. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχύποδα· τὸν ὑπὸ λιμοῦ καὶ φιλαργυρίας οἰδήσαντα». - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 395.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΑ
αυτός που έχει παχιά πόδια, χοντροπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύ- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πλατύπους].