ποικιλίς: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=- | |mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br />[[είδος]] πτηνού, πιθ. με διάστικτο [[πτέρωμα]], το οποίο τρώγει τα αβγά του κορυδαλλού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[αγαθίς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, an unknown bird which eats the lark's eggs, Arist.HA609a6.
German (Pape)
[Seite 649] ἡ, Name eines bunten Vogels, wie Stieglitz, Arist. H. A. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ),
sorte d'oiseau tacheté, pê le chardonneret, ARSTT. HA 9.1.
Étymologie: ποικίλος.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλίς: ίδος (ῐδ) ἡ «пеструшка» (род птицы) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλίς: -ίδος, ἡ, ἄγνωστόν τι πτηνὸν (πιθ. φέρον στίγματα) ὅπερ τρώγει τὰ ᾠὰ τοῦ κορυδαλλοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 13.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
είδος πτηνού, πιθ. με διάστικτο πτέρωμα, το οποίο τρώγει τα αβγά του κορυδαλλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. αγαθίς)].