καλλίχροος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(c1)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1311.png Seite 1311]] schönfarbig, Sp., Conj. für [[καλλίῤῥοος]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1311.png Seite 1311]] schönfarbig, Sp., Conj. für [[καλλίῤῥοος]], w. m. s.
}}
{{ls
|lstext='''καλλίχροος''': -ον, ἔχων καλόν, ζωηρὸν [[χρῶμα]], ἄνθεσι ναρκίσσου καλλιχρόου (δι. γραφ. καλλιρρόου, ἀλλ’ ὁ Μeineke ἐξέδωκεν: ἄνθεσι ναρκίσου καὶ λειρίου) Κύπρια ἔπη παρ’ Ἀθην. 682F.
}}
}}

Revision as of 10:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίχροος Medium diacritics: καλλίχροος Low diacritics: καλλίχροος Capitals: ΚΑΛΛΙΧΡΟΟΣ
Transliteration A: kallíchroos Transliteration B: kallichroos Transliteration C: kallichroos Beta Code: kalli/xroos

English (LSJ)

ον,

   A beautiful-coloured, νάρκισσος prob. l. in Cypr. Fr.4.6.

German (Pape)

[Seite 1311] schönfarbig, Sp., Conj. für καλλίῤῥοος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίχροος: -ον, ἔχων καλόν, ζωηρὸν χρῶμα, ἄνθεσι ναρκίσσου καλλιχρόου (δι. γραφ. καλλιρρόου, ἀλλ’ ὁ Μeineke ἐξέδωκεν: ἄνθεσι ναρκίσου καὶ λειρίου) Κύπρια ἔπη παρ’ Ἀθην. 682F.