kunstwerk: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext=[δαίδαλμα]], [[δαίδαλον]], [[δαιδαλούργημα]], [[δημιούργημα]], [[ἐργασία]], [[καλλιούργημα]], [[κατασκεύασμα]], [[τέχνα]], [[τέχνη]], [[τέχνημα]], [[τεχνίτευμα]], [[τεχνούργημα]], [[φιλοτέχνημα]], [[χειροτέχνημα]] | |nleltext=[[δαίδαλμα]], [[δαίδαλον]], [[δαιδαλούργημα]], [[δημιούργημα]], [[ἐργασία]], [[καλλιούργημα]], [[κατασκεύασμα]], [[τέχνα]], [[τέχνη]], [[τέχνημα]], [[τεχνίτευμα]], [[τεχνούργημα]], [[φιλοτέχνημα]], [[χειροτέχνημα]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:16, 14 February 2024
Dutch > Greek
δαίδαλμα, δαίδαλον, δαιδαλούργημα, δημιούργημα, ἐργασία, καλλιούργημα, κατασκεύασμα, τέχνα, τέχνη, τέχνημα, τεχνίτευμα, τεχνούργημα, φιλοτέχνημα, χειροτέχνημα