ἐξόριος: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksorios | |Transliteration C=eksorios | ||
|Beta Code=e)co/rios | |Beta Code=e)co/rios | ||
|Definition= | |Definition=ἐξορία, ἐξόριον, ([[ὅρος]])<br><span class="bld">A</span> [[out of the bounds of one's country]], Poll.6.198.<br><span class="bld">II</span> Subst., [[ἐξορία]] (''[[sc.]]'' [[ζωή]]), ἡ, [[exile]], Marcellin.''Vit. Thuc.'' 47, Eust.1161.35. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:41, 24 February 2024
English (LSJ)
ἐξορία, ἐξόριον, (ὅρος)
A out of the bounds of one's country, Poll.6.198.
II Subst., ἐξορία (sc. ζωή), ἡ, exile, Marcellin.Vit. Thuc. 47, Eust.1161.35.
German (Pape)
[Seite 887] außerhalb der Gränzen, verwiesen, verbannt, Poll. 6, 198. Vgl. ἐξορία.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόριος: -α, -ον, (ὅος) ὁ ἔξω τῶν ὁρίων χώρας τινός, Πολυδ. ϛʹ, 198· ἐντεῦθεν ἐξορία, (ἐξυπ. ζωή), ἡ, δηλ. ζωὴ ἔξω τῶν ὁρίων τῆς πατρίδος τινός, ἐξορία, Μαρκελλῖνος ἐν Βίῳ Θουκ. XV, ἔκδ. Βεκκ., Εὐστ. 1161. 35.
Greek Monolingual
ἐξόριος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται έξω από τα σύνορα της χώρας
2. το θηλ. ως ουσ. η ἐξορία
(ενν. ζωή) η ζωή έξω από τα όρια της πατρίδας, εξορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + όριο (< όρος «τέρμα»)].