ἀντιπνέω: Difference between revisions

6_13a
(13_2)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0259.png Seite 259]] (s. [[πνέω]]), entgegenwehen, Plut. Cic. 32; übh. entgegensein, vom Schicksal, zuwider sein, Pol. 26, 5. Vgl. [[ἀντιπλέω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0259.png Seite 259]] (s. [[πνέω]]), entgegenwehen, Plut. Cic. 32; übh. entgegensein, vom Schicksal, zuwider sein, Pol. 26, 5. Vgl. [[ἀντιπλέω]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀντιπνέω''': μέλλ. -πνεύσομαι, ἐπὶ ἀνέμων, [[πνέω]] πρὸς [[μέρος]] τι Ἀριστ. Προβλ. 26. 7: ― ἀπρόσωπ., ἀντιπνεῖ, πνέει [[ἐναντίος]] [[ἄνεμος]], ἢ διὰ στενότητα ἢ διὰ τὸ ἀντιπνεῖν ὁ αὐτ. Μετεωρ. 3. 1, 4. 2) [[ἐπίσης]] ἐπὶ ἀνέμων, [[πνέω]] ἐκ τοῦ ἐναντίου μέρους, [[πνέω]] [[ἐναντίον]], ἀντιπνεύσαντος πελαγίου Πλουτ. Κικ. 32, Λουκ. Πλοῖον 7: ― μεταφορ., ἐπὶ τῆς τύχης, εἶμαι [[ἐναντίος]], ὅτι δὲ [[πάλιν]] τὰ τῆς τύχης ἀντέπνευσε Πολύβ. 26. 5, 9· τοῖς εὖ παθοῦσιν ἀντιπνεύσασ’ ἡ [[τύχη]] Ποιητὴς ἐν Στοβ. Ἀνθολ. 562. 19· [[μετὰ]] δοτ., εἰ δέ τι καὶ μικρὸν ἀντιπνεύσῃ αὐτοῖς Λουκ. Τόξ. 7, πρβλ. [[οὐρίζω]].
}}
}}