τὸ ἄμικτον: Difference between revisions
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 5: | Line 5: | ||
|trtx====[[inhospitality]]=== | |trtx====[[inhospitality]]=== | ||
German: [[Ungastlichkeit]], [[Unwirtlichkeit]]; Greek: [[αξενία]], [[αφιλοξενία]]; Ancient Greek: [[ἀμειξία]], [[ἀμειξίη]], [[ἀμιξία]], [[ἀμιξίη]], [[ἀξενία]], [[κακοξενία]], [[τὸ ἄμικτον]]; Irish: doicheall, ainfhéile; Italian: [[inospitalità]]; Manx: neuoastys, neufeoiltys, neughiastyllys, neughoaldeeaght, pitteogys; Old English: uncumlīþnes, unġiestlīþnes; Spanish: [[inhospitalidad]] | German: [[Ungastlichkeit]], [[Unwirtlichkeit]]; Greek: [[αξενία]], [[αφιλοξενία]]; Ancient Greek: [[ἀμειξία]], [[ἀμειξίη]], [[ἀμιξία]], [[ἀμιξίη]], [[ἀξενία]], [[κακοξενία]], [[τὸ ἄμικτον]]; Irish: doicheall, ainfhéile; Italian: [[inospitalità]]; Manx: neuoastys, neufeoiltys, neughiastyllys, neughoaldeeaght, pitteogys; Old English: uncumlīþnes, unġiestlīþnes; Spanish: [[inhospitalidad]] | ||
===[[unsociability]]=== | |||
Bulgarian: необщителност; English: [[unsociability]], [[unsociableness]]; German: [[Ungeselligkeit]], [[Zurückgezogenheit]]; French: [[insociabilité]]; Greek: [[αντικοινωνικότητα]], [[ακοινωνησιά]], [[ακοινωνικότητα]], [[το μονόχνωτο]], [[το ακοινώνητο]]; Ancient Greek: [[ἀκοινωνησία]], [[ἀκοινωνία]], [[ἀμειξία]], [[ἀμειξίη]], [[ἀμιξία]], [[ἀμιξίη]], [[ἀνεπιμιξία]], [[ἀπανθρωπεία]], [[ἀπανθρωπία]], [[δυσομιλία]], [[τὸ ἄμικτον]], [[τὸ ἀνεπικοινώνητον]], [[τὸ ἀνεπίμικτον]], [[τὸ δυσεπίμικτον]], [[τὸ δυσξύμβολον]], [[τὸ δυσσύμβολον]] | |||
Bulgarian: необщителност; English: [[unsociability]], [[unsociableness]]; German: [[Ungeselligkeit]], [[Zurückgezogenheit]]; French: [[insociabilité]]; Greek: [[αντικοινωνικότητα]], [[ακοινωνησιά]], [[ακοινωνικότητα]], [[το μονόχνωτο]], [[το ακοινώνητο]]; Ancient Greek: [[ἀμιξία]] | |||
}} | }} |
Revision as of 17:21, 3 March 2024
Spanish
Translations
inhospitality
German: Ungastlichkeit, Unwirtlichkeit; Greek: αξενία, αφιλοξενία; Ancient Greek: ἀμειξία, ἀμειξίη, ἀμιξία, ἀμιξίη, ἀξενία, κακοξενία, τὸ ἄμικτον; Irish: doicheall, ainfhéile; Italian: inospitalità; Manx: neuoastys, neufeoiltys, neughiastyllys, neughoaldeeaght, pitteogys; Old English: uncumlīþnes, unġiestlīþnes; Spanish: inhospitalidad
unsociability
Bulgarian: необщителност; English: unsociability, unsociableness; German: Ungeselligkeit, Zurückgezogenheit; French: insociabilité; Greek: αντικοινωνικότητα, ακοινωνησιά, ακοινωνικότητα, το μονόχνωτο, το ακοινώνητο; Ancient Greek: ἀκοινωνησία, ἀκοινωνία, ἀμειξία, ἀμειξίη, ἀμιξία, ἀμιξίη, ἀνεπιμιξία, ἀπανθρωπεία, ἀπανθρωπία, δυσομιλία, τὸ ἄμικτον, τὸ ἀνεπικοινώνητον, τὸ ἀνεπίμικτον, τὸ δυσεπίμικτον, τὸ δυσξύμβολον, τὸ δυσσύμβολον