ἐκμεθύσκω: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(13_2) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0769.png Seite 769]] (s. [[μεθύσκω]]), ganz berauschen, anfüllen, Theophr.; τινός, mit Etwas, [[λύχνον]] δρόσου ἐλαιηρῆς Philodem. 17 (V, 4). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0769.png Seite 769]] (s. [[μεθύσκω]]), ganz berauschen, anfüllen, Theophr.; τινός, mit Etwas, [[λύχνον]] δρόσου ἐλαιηρῆς Philodem. 17 (V, 4). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκμεθύσκω''': μέλλ. -ύσω, [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς· μεταφ., ἀλλὰ τὸ [[ὕδωρ]] [[ἐνίοτε]] τῷ πλήθει διαφθείρει σῆπον τὰς ῥίζας καὶ [[λίαν]] ἐκμεθύσκον Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 3· [[λύχνον]] ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου Ἀνθ. Π. 5. 4. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:18, 5 August 2017
English (LSJ)
A make quite drunk: metaph., τὰς ῥίζας..λίαν ἐ. over-charge them with moisture, Thphr.CP5.15.3; λύχνον ἐλαιηρῆς ἐ. δρόσου AP5.3 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 769] (s. μεθύσκω), ganz berauschen, anfüllen, Theophr.; τινός, mit Etwas, λύχνον δρόσου ἐλαιηρῆς Philodem. 17 (V, 4).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμεθύσκω: μέλλ. -ύσω, κάμνω τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς· μεταφ., ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ἐνίοτε τῷ πλήθει διαφθείρει σῆπον τὰς ῥίζας καὶ λίαν ἐκμεθύσκον Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 3· λύχνον ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου Ἀνθ. Π. 5. 4.