ἐκκωφέω: Difference between revisions
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekkofeo | |Transliteration C=ekkofeo | ||
|Beta Code=e)kkwfe/w | |Beta Code=e)kkwfe/w | ||
|Definition=[[deafen]], [[stun]], τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''312: —Pass., αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.81: metaph., <b class="b3">ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη</b> [[ | |Definition=[[deafen]], [[stun]], τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''312: —Pass., αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.81: metaph., <b class="b3">ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη</b> are [[blunt]]ed at the sight of.., E.''Or.''1288, cf. [[ἐκκωφόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 18:12, 22 March 2024
English (LSJ)
deafen, stun, τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Ar.Eq.312: —Pass., αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.81: metaph., ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη are blunted at the sight of.., E.Or.1288, cf. ἐκκωφόω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [v. med. perf. 3a plu. ἐκκεκωφέαται Anacr.79.2]
1 dejar sordo fig. cóm. τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Ar.Eq.312, ref. una reiteración incesante ἐκκεκώφηκας ἡμῶν τὰ ὦτα καὶ ἐμπέπληκας τοῦ Λυσίου Aristaenet.1.24.13.
2 aturdir τοσοῦτον ἡ λύπη με τῆς συμφορᾶς ἐξεκώφησε a tal extremo me aturdió el pesar por mi desgracia Ach.Tat.3.17.2, en v. pas. αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.l.c., fig. ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη; ¿es que ante la belleza se han embotado las espadas? E.Or.1288.
3 en perf. v. med. quedarse sordo, irón. por desentenderse ἐξεκεκώφητο τὸ κάθαρμα el maldito se ha quedado sordo Synes.Ep.5 (p.14).
French (Bailly abrégé)
ἐκκωφῶ :
1 tr. assourdir ; fig. (au Pass.) être hébété, frappé de stupeur;
2 intr. être sourd.
Étymologie: cf. ἐκκωφόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκωφέω: и ἐκκωφόω только pf.
1 оглушать (τὰ ὦτά τινος Plat.): τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Arph. ты своим криком оглушил Афины; τὰ ὦτα ἐκκεκώφησαι Luc. ты оглох;
2 ошеломлять (φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.);
3 притуплять (εἰς τὸ κάλλος ἐκκεκώφωται ξίφη Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκωφέω: τῷ ἑπομ., τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν, «ἐξεκούφανες τὰς Ἀθήνας μὲ τὰς φωνάς σου», Ἀριστοφ. Ἱππ. 312: - Παθ., αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται, παρεζαλίσθησαν, Ἀνακρ. 81· ἐς τὸ κάλος ἐκκεκώφηται ξίφη, ἐνώπιον τοῦ κάλλους ἀμβλύνονται τὰ ξίφη, Εὐρ. Ὀρ. 1288, ἔνθα οὗτος ὁ τύπος προτιμᾶται τοῦ ἐκκεκώφωται ὑπό τοῦ Πόρσωνος, ἴδε ἐν τόπῳ (1279).
Greek Monotonic
ἐκκωφέω: μέλ. -ήσω, ξεκουφαίνω, σε Αριστοφ. — Παθ., μεταφ., ἐκκεκώφηται ξίφη, τα ξίφη, τα σπαθιά στόμωσαν, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to make quite deaf, Ar.:—Pass., metaph., ἐκκεκώφηται ξίφη swords are blunted, Eur.