βητάρμων: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(13_3) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0443.png Seite 443]] ονος, ὁ, Tänzer, Hom. zweimal, βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Odyss. 8, 250, βητάρμονας εἶναι ἀρίστους 8, 383; sp. D.; adj., [[παλμός]] Nonn. D. 33, 87; [[ὀρχηθμός]] Man. 2, 335. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0443.png Seite 443]] ονος, ὁ, Tänzer, Hom. zweimal, βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Odyss. 8, 250, βητάρμονας εἶναι ἀρίστους 8, 383; sp. D.; adj., [[παλμός]] Nonn. D. 33, 87; [[ὀρχηθμός]] Man. 2, 335. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βητάρμων''': -ονος, ὁ, [[ὀρχηστής]], [[χορευτής]], Ὀδ. Θ. 250, 383, κατὰ πληθ.· μεταγ. ὡς ἐπίθ., [[ῥυθμικός]], ὀρχηθμὸς β. Μανέθ. 2. 335. κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:59, 5 August 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A dancer, in pl., Od.8.250,383, Man.2.335:—later, as Adj., καπνός Nonn.D.36.297; κάπρος ib.22.44. (βαίνω, ὰραρίσκω.)
German (Pape)
[Seite 443] ονος, ὁ, Tänzer, Hom. zweimal, βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Odyss. 8, 250, βητάρμονας εἶναι ἀρίστους 8, 383; sp. D.; adj., παλμός Nonn. D. 33, 87; ὀρχηθμός Man. 2, 335.
Greek (Liddell-Scott)
βητάρμων: -ονος, ὁ, ὀρχηστής, χορευτής, Ὀδ. Θ. 250, 383, κατὰ πληθ.· μεταγ. ὡς ἐπίθ., ῥυθμικός, ὀρχηθμὸς β. Μανέθ. 2. 335. κτλ.