πήνη: Difference between revisions

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
(13_3)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0611.png Seite 611]] ἡ, wie [[πῆνος]], der auf die Spule gezogene Faden des Einschlags; ἐν δαιδαλέαισι ἀνθοκρόκοισι πήναις, Eur. Hec. 471; Ion 197; gebräuchlicher in der Diminutivform [[πηνίον]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0611.png Seite 611]] ἡ, wie [[πῆνος]], der auf die Spule gezogene Faden des Einschlags; ἐν δαιδαλέαισι ἀνθοκρόκοισι πήναις, Eur. Hec. 471; Ion 197; gebräuchlicher in der Diminutivform [[πηνίον]].
}}
{{ls
|lstext='''πήνη''': ἡ, ὡς τὸ [[πηνίον]], ὁ [[μίτος]] τοῦ καλαμίου («μασουρίου») τῆς κερκίδος ἢ «σαγίττας», τὸ ὑφάδι, καὶ ἐν τῷ πληθ., τὸ [[ὕφασμα]], Εὐρ. Ἑκάβ. 471, Ἴων 197. ΙΙ. τὸ καλάμιον ἢ «μασοῦρι», ὡς τὸ [[πηνίον]], Ἀνθ. Π. 6. 160. (Πρβλ. [[πῆνος]], [[πηνίον]], [[πηνίζομαι]], Πηνελόπεια· Λατ. pannus· Σλαβ. o-pon-a (velum)· Γοτθ. fana ([[ῥάκος]])· Ἀρχ. Γερμ. fano (linteum).)
}}
}}

Revision as of 11:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήνη Medium diacritics: πήνη Low diacritics: πήνη Capitals: ΠΗΝΗ
Transliteration A: pḗnē Transliteration B: pēnē Transliteration C: pini Beta Code: ph/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A thread on the bobbin in the shuttle, woof, and in pl., web, E.Hec.471 (lyr.), Ion197 (lyr.).    II bobbin, spool, AP6.160 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 611] ἡ, wie πῆνος, der auf die Spule gezogene Faden des Einschlags; ἐν δαιδαλέαισι ἀνθοκρόκοισι πήναις, Eur. Hec. 471; Ion 197; gebräuchlicher in der Diminutivform πηνίον.

Greek (Liddell-Scott)

πήνη: ἡ, ὡς τὸ πηνίον, ὁ μίτος τοῦ καλαμίου («μασουρίου») τῆς κερκίδος ἢ «σαγίττας», τὸ ὑφάδι, καὶ ἐν τῷ πληθ., τὸ ὕφασμα, Εὐρ. Ἑκάβ. 471, Ἴων 197. ΙΙ. τὸ καλάμιον ἢ «μασοῦρι», ὡς τὸ πηνίον, Ἀνθ. Π. 6. 160. (Πρβλ. πῆνος, πηνίον, πηνίζομαι, Πηνελόπεια· Λατ. pannus· Σλαβ. o-pon-a (velum)· Γοτθ. fana (ῥάκος)· Ἀρχ. Γερμ. fano (linteum).)