μηλωτή: Difference between revisions
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
(13_3) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0173.png Seite 173]] ἡ, Schaaffell, wie Schol. Ar. Vesp. 670 [[ἀργέλοφοι]] erkl. τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες; Schaafpelz, Philem. bei Poll. 10, 176; auch [[ζώνη]] ἐκ δέρματος, Suid. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0173.png Seite 173]] ἡ, Schaaffell, wie Schol. Ar. Vesp. 670 [[ἀργέλοφοι]] erkl. τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες; Schaafpelz, Philem. bei Poll. 10, 176; auch [[ζώνη]] ἐκ δέρματος, Suid. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μηλωτή''': ἡ, ([[μῆλον]]) δέρμα προβάτου, πᾶσα δορὰ [[ἀκατέργαστος]] καὶ μαλλοφόρος, [[στρῶμα]] μηλωτήν τ’ ἔχει Φιλήμων ἐν «Εὐρίπῳ» 1, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 672· - ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ τῶν μοναχῶν, «τὴν μηλωτὴν ἔχουσιν οἱ [[πάντοτε]] τὴν νέκρωσιν τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐαγρίου. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μηλωτή]]· [[διφθέρα]]»· - οὕτω καὶ μηλωτάριον, τό, Ἰω. Μόσχος 2856Α, κλ., ἰδὲ Δουκάγγ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (μῆλον A)
A sheepskin, any rough woolly skin, Philem.25, PTeb.38.22 (ii B.C.), LXX 3 Ki.19.13, Ep.Hebr.11.37, OGI629.32 (ii A.D.), A.D.Synt.191.9, Sch.Ar.V.670. II (μήλη) = sq., Erot.s.v. κάτοπτρον.
German (Pape)
[Seite 173] ἡ, Schaaffell, wie Schol. Ar. Vesp. 670 ἀργέλοφοι erkl. τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες; Schaafpelz, Philem. bei Poll. 10, 176; auch ζώνη ἐκ δέρματος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
μηλωτή: ἡ, (μῆλον) δέρμα προβάτου, πᾶσα δορὰ ἀκατέργαστος καὶ μαλλοφόρος, στρῶμα μηλωτήν τ’ ἔχει Φιλήμων ἐν «Εὐρίπῳ» 1, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 672· - ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ τῶν μοναχῶν, «τὴν μηλωτὴν ἔχουσιν οἱ πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐαγρίου. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μηλωτή· διφθέρα»· - οὕτω καὶ μηλωτάριον, τό, Ἰω. Μόσχος 2856Α, κλ., ἰδὲ Δουκάγγ.