τρύχνος: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(13_4) |
(6_9) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1157.png Seite 1157]] ὁ, = [[στρύχνος]], nach Phot. ἡ [[τρύχνος]], das Kraut; er führt aus einem Com. μουσικώτερος τρύχνου an, was er auf ein Sprichwort ἁπαλώτερος τρύχνου bezieht. – Bei Theocr. 10, 37 steht ἁ φωνὰ δὲ τρύχνα. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1157.png Seite 1157]] ὁ, = [[στρύχνος]], nach Phot. ἡ [[τρύχνος]], das Kraut; er führt aus einem Com. μουσικώτερος τρύχνου an, was er auf ein Sprichwort ἁπαλώτερος τρύχνου bezieht. – Bei Theocr. 10, 37 steht ἁ φωνὰ δὲ τρύχνα. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τρύχνος''': ἡ, = [[στρύχνος]], «σὺν τῷ σ δὲ [[στρύχνον]] [[οὐδαμοῦ]] [[εὗρον]]» Φώτ. ἐν λέξ. τρύχνον, Ἐτυμολ. Μέγ. 771, 32· ἐν χρήσει ὡς [[σύμβολον]] ἡδύτητος, μουσικώτερος τρύχνου Κωμικ. Ἀνώνυμ. 235· ἀ φωνὰ δὲ [[τρύχνος]], «[[ἤγουν]] ἡ [[φωνή]] σου δὲ μαλακὴ ἐοικυῖα τρύχνῳ. [[τρύχνος]] δὲ καὶ τρύχνη [[εἶδος]] λαχάνου, ἡ κοινῶς λεγομένη ἀγριομελιτζάνα, ἱκανῶς μαλακοῦ· καὶ λέγεται [[στρύχνος]], ὁ δὲ Θεόκριτος ἐξέβαλε τὸ σ διὰ τὸ [[μέτρον]], τρύχνον εἰπὼν» (Σχόλ.), Θεόκρ. 10. 37 (διάφ. γραφ. τρύχνα. οὕτω δὲ καὶ ὁ Σχολ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 5 August 2017
German (Pape)
[Seite 1157] ὁ, = στρύχνος, nach Phot. ἡ τρύχνος, das Kraut; er führt aus einem Com. μουσικώτερος τρύχνου an, was er auf ein Sprichwort ἁπαλώτερος τρύχνου bezieht. – Bei Theocr. 10, 37 steht ἁ φωνὰ δὲ τρύχνα.
Greek (Liddell-Scott)
τρύχνος: ἡ, = στρύχνος, «σὺν τῷ σ δὲ στρύχνον οὐδαμοῦ εὗρον» Φώτ. ἐν λέξ. τρύχνον, Ἐτυμολ. Μέγ. 771, 32· ἐν χρήσει ὡς σύμβολον ἡδύτητος, μουσικώτερος τρύχνου Κωμικ. Ἀνώνυμ. 235· ἀ φωνὰ δὲ τρύχνος, «ἤγουν ἡ φωνή σου δὲ μαλακὴ ἐοικυῖα τρύχνῳ. τρύχνος δὲ καὶ τρύχνη εἶδος λαχάνου, ἡ κοινῶς λεγομένη ἀγριομελιτζάνα, ἱκανῶς μαλακοῦ· καὶ λέγεται στρύχνος, ὁ δὲ Θεόκριτος ἐξέβαλε τὸ σ διὰ τὸ μέτρον, τρύχνον εἰπὼν» (Σχόλ.), Θεόκρ. 10. 37 (διάφ. γραφ. τρύχνα. οὕτω δὲ καὶ ὁ Σχολ.).