ἐπικυλινδέω: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(13_4) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0955.png Seite 955]] darauf, darüber wälzen, καὶ ἐπὶ τοὺς λοιποὺς ἐπεκυλίνδουν πέτρους Xen. Hell. 3, 5, 20; ἐπάλληλα τὰ ὄρη Luc. Char. 5, a. Sp. – Intr., τῶν κυμάτων ἐπικυλινδούντων, wenn die Wogen sich heranwälzen, Luc. Philopatr. 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0955.png Seite 955]] darauf, darüber wälzen, καὶ ἐπὶ τοὺς λοιποὺς ἐπεκυλίνδουν πέτρους Xen. Hell. 3, 5, 20; ἐπάλληλα τὰ ὄρη Luc. Char. 5, a. Sp. – Intr., τῶν κυμάτων ἐπικυλινδούντων, wenn die Wogen sich heranwälzen, Luc. Philopatr. 3. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπικῠλινδέω''': ἐπικῠλίνδω ἢ -[[κυλίω]] (Διόδ. 19. 19): μέλλ. -κυλίσω ῑ: -[[κυλίω]] τι ἐπί τινα, καὶ ἐπὶ τοὺς λοιποὺς ἐπικύλινδον πέτρους εἰς τὸ κάταντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20· ἀόρ. α΄ ἐπικυλῖσαι Πολύβ. 3. 53, 4· ἐπικυλινδοῦντες ἐπάλληλα τὰ ὄρη, τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Λουκ. Χάρων 3. - Παθ., τόκων τόκοις ἐπικυλισθέντων, ἐπισωρευθέντων. Πλούτ. 2. 831Ε. 2) ἀμεταβ., τῶν κυμάτων ἐπικυλινδούντων, ἐπικυλιομένων, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:35, 5 August 2017
English (LSJ)
or ἐπικυκλ-κυλίω (Plb.3.53.4, D.S.19.19), fut. -κυλίσω [ῑ]:—
A roll down upon, πέτρους ἐπί τινας X.HG3.5.20; τοῖς ὁδοιποροῦσι πέτρας D.S.l.c., cf. Plb.l.c.:—Pass., τὰ τμήματα τοῦ πελάγους -ισθέντα Ph.2.109; τόκων τόκοις -κυλισθέντων interest being heaped on interest, Plu.2.831e; τὸ σιτίον εἰς τὸν στόμαχον -ινδεῖσθαι is slipped into . ., ib.699c; -ισθεῖσα overlaying the infant, Sor.1.106. 2. Pass., to be applied by rolling, ταῖς σαρξί Gal.11.757. 3. Pass., degenerate, εἰς χρόνια πάθη Id.19.560: metaph., [νοήσεις] δι' ἀρρωστίαν -ούμεναι καὶ ἐπιτρέχουσαι τοῖς εἴδεσιν Dam.Pr.88. 4. intr., roll on, κύματα Ps. -Luc.Philopatr.3.
German (Pape)
[Seite 955] darauf, darüber wälzen, καὶ ἐπὶ τοὺς λοιποὺς ἐπεκυλίνδουν πέτρους Xen. Hell. 3, 5, 20; ἐπάλληλα τὰ ὄρη Luc. Char. 5, a. Sp. – Intr., τῶν κυμάτων ἐπικυλινδούντων, wenn die Wogen sich heranwälzen, Luc. Philopatr. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικῠλινδέω: ἐπικῠλίνδω ἢ -κυλίω (Διόδ. 19. 19): μέλλ. -κυλίσω ῑ: -κυλίω τι ἐπί τινα, καὶ ἐπὶ τοὺς λοιποὺς ἐπικύλινδον πέτρους εἰς τὸ κάταντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20· ἀόρ. α΄ ἐπικυλῖσαι Πολύβ. 3. 53, 4· ἐπικυλινδοῦντες ἐπάλληλα τὰ ὄρη, τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Λουκ. Χάρων 3. - Παθ., τόκων τόκοις ἐπικυλισθέντων, ἐπισωρευθέντων. Πλούτ. 2. 831Ε. 2) ἀμεταβ., τῶν κυμάτων ἐπικυλινδούντων, ἐπικυλιομένων, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3.