ἐπικυλινδέω

From LSJ

δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικῠλινδέω Medium diacritics: ἐπικυλινδέω Low diacritics: επικυλινδέω Capitals: ΕΠΙΚΥΛΙΝΔΕΩ
Transliteration A: epikylindéō Transliteration B: epikylindeō Transliteration C: epikylindeo Beta Code: e)pikulinde/w

English (LSJ)

or ἐπικυλίω (Plb.3.53.4, D.S.19.19), fut. -κυλίσω [ῑ]:—
A roll down upon, πέτρους ἐπί τινας X.HG3.5.20; τοῖς ὁδοιποροῦσι πέτρας D.S.l.c., cf. Plb.l.c.:—Pass., τὰ τμήματα τοῦ πελάγους -ισθέντα Ph.2.109; τόκων τόκοις -κυλισθέντων interest being heaped on interest, Plu.2.831e; τὸ σιτίον εἰς τὸν στόμαχον -ινδεῖσθαι is slipped into.., ib.699c; -ισθεῖσα overlaying the infant, Sor.1.106.
2. Pass., to be applied by rolling, ταῖς σαρξί Gal.11.757.
3. Pass., degenerate, εἰς χρόνια πάθη Id.19.560: metaph., [νοήσεις] δι' ἀρρωστίαν -ούμεναι καὶ ἐπιτρέχουσαι τοῖς εἴδεσιν Dam.Pr.88.
4. intr., roll on, κύματα Ps. -Luc.Philopatr.3.

German (Pape)

[Seite 955] darauf, darüber wälzen, καὶ ἐπὶ τοὺς λοιποὺς ἐπεκυλίνδουν πέτρους Xen. Hell. 3, 5, 20; ἐπάλληλα τὰ ὄρη Luc. Char. 5, a. Sp. – Intr., τῶν κυμάτων ἐπικυλινδούντων, wenn die Wogen sich heranwälzen, Luc. Philopatr. 3.

French (Bailly abrégé)

ἐπικυλινδῶ :
impf. ἐπεκυλίνδουν;
I. tr. 1 faire rouler sur : πέτρους ἐπί τινα XÉN des quartiers de roc sur qqn;
2 faire rouler l'un sur l'autre, amonceler;
II. intr. rouler.
Étymologie: ἐπί, κυλινδέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικῠλινδέω: и ἐπικῠλίω
1 скатывать, наваливать (πέτρους ἐπί τινα Xen. и πέτρας τινί Polyb.); pass. скатываться (τὸ σιτίον εἰς τὸν στόμαχον ἐπικυλινδεῖται Plut.);
2 нагромождать (τόκοι τόκοις ἐπικυλισθέντες Plut.; ἐπικυλινδείσθω καὶ ὁ Παρνασός, sc. τῇ Οἴτῃ Luc.);
3 катиться (κύματα ἐπικυλινδοῦντα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικῠλινδέω: ἐπικῠλίνδω ἢ -κυλίω (Διόδ. 19. 19): μέλλ. -κυλίσω ῑ: -κυλίω τι ἐπί τινα, καὶ ἐπὶ τοὺς λοιποὺς ἐπικύλινδον πέτρους εἰς τὸ κάταντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20· ἀόρ. α΄ ἐπικυλῖσαι Πολύβ. 3. 53, 4· ἐπικυλινδοῦντες ἐπάλληλα τὰ ὄρη, τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Λουκ. Χάρων 3. - Παθ., τόκων τόκοις ἐπικυλισθέντων, ἐπισωρευθέντων. Πλούτ. 2. 831Ε. 2) ἀμεταβ., τῶν κυμάτων ἐπικυλινδούντων, ἐπικυλιομένων, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3.

Spanish

hacer rodar

Léxico de magia

en v. med. hacer rodar como acción de la divinidad ἧκέ μοι, ὁ ἅγιος ὠρίων, ... ἐπικυλινδούμενος τὰ τοῦ Νείλου ῥεύματα καὶ ἐπιμιγνύων τῇ θαλάττῃ καὶ ἀλλοιῶν ζωῇ ven a mí, sagrado Orión, que haces rodar las corrientes del Nilo, las mezclas con el mar y las transformas en vida P I 29