ἄδωρος: Difference between revisions
(13_4) |
(6_16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0038.png Seite 38]] ohne Geschenk, a) kein Geschenk gebend, Plat. Conv. 197 d. – Gewöhnlicher b) kein Geschenk annehmend, unbestechlich, χρημάτων ἀδωρότατος Fhuc. 2, 65; Plut. Pericl. 15. – c) δῶρα ἄδωρα Soph. Ai. 650, Unglücksgaben, Geschenke, die in der That keine sind. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0038.png Seite 38]] ohne Geschenk, a) kein Geschenk gebend, Plat. Conv. 197 d. – Gewöhnlicher b) kein Geschenk annehmend, unbestechlich, χρημάτων ἀδωρότατος Fhuc. 2, 65; Plut. Pericl. 15. – c) δῶρα ἄδωρα Soph. Ai. 650, Unglücksgaben, Geschenke, die in der That keine sind. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἄδωρος''': -ον, [[ἄνευ]] δώρων, μὴ λαμβάνων δῶρα, [[ἀδιάφθορος]], [[μετὰ]] γεν. ἀδωρότατος χρημάτων, Θουκ. 2. 65: - Ἐπίρρ. -ως, [[Πολυδ]]. 8. 11. 2) [[ἄμισθος]]· [[πρέσβευσις]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 25. ΙΙ. ὁ μὴ δίδων δῶρα· μ. γεν. ἄδ. τινος, μὴ δίδων αὐτὸ ὡς [[δῶρον]], Πλάτ. Συμπ. 197D. - ἀδώροις ἐλαφηβολίαις, διὰ θήρας, ἀφ’ ἧς οὐδὲν [[δῶρον]] ἐδόθη, Σοφ. Αἴ. 178. ΙΙΙ. ἄδωρα δῶρα, = δῶρα τὰ ὁποῖα δὲν [[εἶναι]] [[ὄντως]] δῶρα, ὡς [[βίος]] [[ἀβίωτος]], [[αὐτόθι]] 674· πρβλ. [[δύσδωρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A taking no gifts, incorruptible, c. gen., -ότατος χρημάτων Th.2.65. Adv. -ως Poll.8.11: Sup., D.C.72.10. b receiving no gifts, Max. Tyr.11.8. 2 unpaid, πρέσβευσις IG7.2712 (Acraephia). II giving no gifts, c. gen., ἄ. τινος not giving it, Pl.Smp. 197d; ἀ. ἐλαφαβολίαις by hunting from which no gifts were offered, S.Aj.177 (lyr.); miserly, Aret.SD1.5. III ἄδωρα δῶρα gifts that are no gifts, like βίος ἀβίωτος, S.Aj.665.
German (Pape)
[Seite 38] ohne Geschenk, a) kein Geschenk gebend, Plat. Conv. 197 d. – Gewöhnlicher b) kein Geschenk annehmend, unbestechlich, χρημάτων ἀδωρότατος Fhuc. 2, 65; Plut. Pericl. 15. – c) δῶρα ἄδωρα Soph. Ai. 650, Unglücksgaben, Geschenke, die in der That keine sind.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδωρος: -ον, ἄνευ δώρων, μὴ λαμβάνων δῶρα, ἀδιάφθορος, μετὰ γεν. ἀδωρότατος χρημάτων, Θουκ. 2. 65: - Ἐπίρρ. -ως, Πολυδ. 8. 11. 2) ἄμισθος· πρέσβευσις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 25. ΙΙ. ὁ μὴ δίδων δῶρα· μ. γεν. ἄδ. τινος, μὴ δίδων αὐτὸ ὡς δῶρον, Πλάτ. Συμπ. 197D. - ἀδώροις ἐλαφηβολίαις, διὰ θήρας, ἀφ’ ἧς οὐδὲν δῶρον ἐδόθη, Σοφ. Αἴ. 178. ΙΙΙ. ἄδωρα δῶρα, = δῶρα τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ὄντως δῶρα, ὡς βίος ἀβίωτος, αὐτόθι 674· πρβλ. δύσδωρος.