ἀσκητός: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
(13_4)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0371.png Seite 371]] künstlich gearbeitet, Hom. [[νῆμα]] Od. 4, 134; [[λέχος]] 23, 189; ἀσκητὴ πέπλῳ, geschmückt, Theocr. 1, 33; durch Uebung zu erlangen, οὐ διδακτόν, Plat. Mem. 70 a; Xen. Mem. 1, 2, 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0371.png Seite 371]] künstlich gearbeitet, Hom. [[νῆμα]] Od. 4, 134; [[λέχος]] 23, 189; ἀσκητὴ πέπλῳ, geschmückt, Theocr. 1, 33; durch Uebung zu erlangen, οὐ διδακτόν, Plat. Mem. 70 a; Xen. Mem. 1, 2, 23.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσκητός''': -ή, -όν, ὁ φιλοκάλως καὶ ἐπιμελῶς παρεσκευασμένος, κατεσκευασμένος, νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον Ὀδ. Δ. 134· ἐν λέχει ἀσκητῷ Ψ. 189· ἀσκητοῖς ὀδμήν χρίμασι δευόμενοι Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 526Β 3, 6· εἵματα δ’ οὐκ ἀσκητὰ μέσας [[ὑπὲρ]] ἕννυτο κνήμας Θεόκρ. 24. 140: κεκοσμημένος, ἔντοσθεν δὲ γυνά τι… τέτυκται, ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι ὁ αὐτ. 1. 33. 2) ὅν δύναταί τις νὰ προκτήσηται διὰ τῆς ἀσκήσεως, οὐ διδακτόν, ἀλλ’ ἀσκ. περὶ τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Μένων 70Α, πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 23· μαθητὸν ἤ ἐθιστὸν ἤ ἄλλως πως ἀσκητὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ., γεγυμνασμένος, ἐξησκημένος εἴς τι, τινὶ Σιμων. 215, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 30.
}}
}}

Revision as of 10:56, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκητός Medium diacritics: ἀσκητός Low diacritics: ασκητός Capitals: ΑΣΚΗΤΟΣ
Transliteration A: askētós Transliteration B: askētos Transliteration C: askitos Beta Code: a)skhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A curiously wrought, νῆμα Od.4.134; λέχος 23.189; χρίματα Xenoph.3.6; εἵματα Theoc.24.140; adorned, decked, πέπλῳ with... Id.1.33, cf. AP6.219.3 (Antip.). Adv. -τῶς prob.l. in Simon.157.    2 to be got or reached by practice, οὐ διδακτὸν ἀλλ' ἀ., of virtue, Pl.Men. 70a, cf. X.Mem.1.2.23; μαθητὸν ἢ ἐθιστὸν ἢ καὶ ἄλλως πως ἀ. Arist.EN 1099b10.    II of persons, exercised, practised in a thing, Ἀθηναίης παλάμῃσιν Simon. l. c. (codd. D.L.); ἀνὴρ ἀ. καὶ σοφός Plu.Lyc. 30.

German (Pape)

[Seite 371] künstlich gearbeitet, Hom. νῆμα Od. 4, 134; λέχος 23, 189; ἀσκητὴ πέπλῳ, geschmückt, Theocr. 1, 33; durch Uebung zu erlangen, οὐ διδακτόν, Plat. Mem. 70 a; Xen. Mem. 1, 2, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκητός: -ή, -όν, ὁ φιλοκάλως καὶ ἐπιμελῶς παρεσκευασμένος, κατεσκευασμένος, νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον Ὀδ. Δ. 134· ἐν λέχει ἀσκητῷ Ψ. 189· ἀσκητοῖς ὀδμήν χρίμασι δευόμενοι Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 526Β 3, 6· εἵματα δ’ οὐκ ἀσκητὰ μέσας ὑπὲρ ἕννυτο κνήμας Θεόκρ. 24. 140: κεκοσμημένος, ἔντοσθεν δὲ γυνά τι… τέτυκται, ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι ὁ αὐτ. 1. 33. 2) ὅν δύναταί τις νὰ προκτήσηται διὰ τῆς ἀσκήσεως, οὐ διδακτόν, ἀλλ’ ἀσκ. περὶ τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Μένων 70Α, πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 23· μαθητὸν ἤ ἐθιστὸν ἤ ἄλλως πως ἀσκητὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ., γεγυμνασμένος, ἐξησκημένος εἴς τι, τινὶ Σιμων. 215, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 30.