βάκκαρις: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(13_5)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0427.png Seite 427]] ιδος, ἡ, Ath. XV, 690 aus Ar. u. ebenda βακκάριδι κεχριμένος; Magnes com βακκάρει τὰς ῥῖνας ἤλειφον; Hipponax; Achaeus; βακκάρεις Ion und Aeschyl.; βάκχαριν Cephisodor. ib. 689 f; Diosc. βακκάριδος u. s. w.; <b class="b2">baccaris</b>, eine Pflanze mit wohlriechender Wurzel, aus der man ein Oel bereitete, vgl. Voß Virg. ecl. 4, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0427.png Seite 427]] ιδος, ἡ, Ath. XV, 690 aus Ar. u. ebenda βακκάριδι κεχριμένος; Magnes com βακκάρει τὰς ῥῖνας ἤλειφον; Hipponax; Achaeus; βακκάρεις Ion und Aeschyl.; βάκχαριν Cephisodor. ib. 689 f; Diosc. βακκάριδος u. s. w.; <b class="b2">baccaris</b>, eine Pflanze mit wohlriechender Wurzel, aus der man ein Oel bereitete, vgl. Voß Virg. ecl. 4, 19.
}}
{{ls
|lstext='''βάκκᾰρις''': ἡ, γεν. –ιδος Μάγν. Λυδ. 1, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· -εως Ἱππῶν. 27, κτλ., παρ’ Ἀθήν. 690· δοτ. βακκάρει ἤ -ῑ, Σιμων., κτλ., [[αὐτόθι]]· πληθ. βακκάρεις Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 12, κτλ., [[αὐτόθι]]: ― baccar ἤ baccaris, ἄγνωστόν τι φυτὸν ῥίζαν ἔχον ἀρωματώδη, ἐξ ἧς ἐξῆγον ἔλαιόν τι (βακκάριον [[ἔλαιον]] Ἱππ. 569. 49, πρβλ. 645. 45), καλούμενον ὑπό τινων [[νάρδος]], ὑφ’ ἑτέρων [[κόνυζα]]· πρβλ. [[βάκχαρις]]. (Λέξις Λυδικ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 41).
}}
}}

Revision as of 11:13, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάκκᾰρις Medium diacritics: βάκκαρις Low diacritics: βάκκαρις Capitals: ΒΑΚΚΑΡΙΣ
Transliteration A: bákkaris Transliteration B: bakkaris Transliteration C: vakkaris Beta Code: ba/kkaris

English (LSJ)

ἡ, gen. ιδος, dat. ιδι Ar.Fr.319, Magnes 3, but

   A βακκάρῑ Semon.16, Hippon.41: acc. -ιν Hp.Nat.Mul.6: pl., βακκάρεις A.Fr. 14, Ion Trag.24:—unguent made from ἄσαρον, Il.cc. (Lydian word, Sch.A.Pers.42: one kind, = μύρον Λύδιον, Hsch.)

German (Pape)

[Seite 427] ιδος, ἡ, Ath. XV, 690 aus Ar. u. ebenda βακκάριδι κεχριμένος; Magnes com βακκάρει τὰς ῥῖνας ἤλειφον; Hipponax; Achaeus; βακκάρεις Ion und Aeschyl.; βάκχαριν Cephisodor. ib. 689 f; Diosc. βακκάριδος u. s. w.; baccaris, eine Pflanze mit wohlriechender Wurzel, aus der man ein Oel bereitete, vgl. Voß Virg. ecl. 4, 19.

Greek (Liddell-Scott)

βάκκᾰρις: ἡ, γεν. –ιδος Μάγν. Λυδ. 1, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· -εως Ἱππῶν. 27, κτλ., παρ’ Ἀθήν. 690· δοτ. βακκάρει ἤ -ῑ, Σιμων., κτλ., αὐτόθι· πληθ. βακκάρεις Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 12, κτλ., αὐτόθι: ― baccar ἤ baccaris, ἄγνωστόν τι φυτὸν ῥίζαν ἔχον ἀρωματώδη, ἐξ ἧς ἐξῆγον ἔλαιόν τι (βακκάριον ἔλαιον Ἱππ. 569. 49, πρβλ. 645. 45), καλούμενον ὑπό τινων νάρδος, ὑφ’ ἑτέρων κόνυζα· πρβλ. βάκχαρις. (Λέξις Λυδικ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 41).