ἀνυγραίνω: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(13_5) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0265.png Seite 265]] wieder anfeuchten, αἱ ὀμμάτων βολαὶ τακερῶς ἀνυγραίνοντο Luc. Amor. 3, vgl. 14; mischen und dadurch mildern, z. B. starken Wein; so übertr., τὸ ἄκρατον καὶ θυμοειδὲς ἀνιέναι καὶ ἀνυγραίνειν Plut. Pelop. 19; auch tadelnd, ἐκτήκεται καὶ ἀνυγραίνεται τὸ φρονοῦν ὑπὸ τῆς ἡδονῆς S. N. V, 22 M. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0265.png Seite 265]] wieder anfeuchten, αἱ ὀμμάτων βολαὶ τακερῶς ἀνυγραίνοντο Luc. Amor. 3, vgl. 14; mischen und dadurch mildern, z. B. starken Wein; so übertr., τὸ ἄκρατον καὶ θυμοειδὲς ἀνιέναι καὶ ἀνυγραίνειν Plut. Pelop. 19; auch tadelnd, ἐκτήκεται καὶ ἀνυγραίνεται τὸ φρονοῦν ὑπὸ τῆς ἡδονῆς S. N. V, 22 M. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνυγραίνω''': [[ὑγραίνω]], μαλακώνω, Ἱππ. 560, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 6, 1: μεταφ., ποιῶ τι μαλακώτερον, ἠπιώτερον, τῷ οἴνῳ μαλάσσων τὰ ἤθη καὶ ἀνυγραίνων Πλούτ. 2. 156D: - Παθ. [[αὐτόθι]] 566Α. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:54, 5 August 2017
English (LSJ)
A moisten, Hp.Int.51, Thphr.CP2.6.1. 2 metaph., melt, soften, τὰ ἤθη Plu.2.156d:—Pass., ib.566a.
German (Pape)
[Seite 265] wieder anfeuchten, αἱ ὀμμάτων βολαὶ τακερῶς ἀνυγραίνοντο Luc. Amor. 3, vgl. 14; mischen und dadurch mildern, z. B. starken Wein; so übertr., τὸ ἄκρατον καὶ θυμοειδὲς ἀνιέναι καὶ ἀνυγραίνειν Plut. Pelop. 19; auch tadelnd, ἐκτήκεται καὶ ἀνυγραίνεται τὸ φρονοῦν ὑπὸ τῆς ἡδονῆς S. N. V, 22 M.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυγραίνω: ὑγραίνω, μαλακώνω, Ἱππ. 560, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 6, 1: μεταφ., ποιῶ τι μαλακώτερον, ἠπιώτερον, τῷ οἴνῳ μαλάσσων τὰ ἤθη καὶ ἀνυγραίνων Πλούτ. 2. 156D: - Παθ. αὐτόθι 566Α.