καταλήγω: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(13_5)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1360.png Seite 1360]] aufhören; πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν [[ἄχος]], [[νέος]] [[ἰχώρ]] Aesch. Ag. 1479; Ch. 1075; Pol. 3, 61, 8; Sp., bes. εἰς u. ἐπί τι, D. Sic. 20, 2 u. Sext. Emp. oft; τὰ καταλήγοντα, die Gränzen, Plut. Fab. Max. 6; vgl. Pol. 5, 95, 5. – Auch trans., εἰς ἣν ναυμαχίαν Θουκυδίδης κατέληξε τὴν πραγματείαν, beendigen, D. Sic. 14, 84.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1360.png Seite 1360]] aufhören; πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν [[ἄχος]], [[νέος]] [[ἰχώρ]] Aesch. Ag. 1479; Ch. 1075; Pol. 3, 61, 8; Sp., bes. εἰς u. ἐπί τι, D. Sic. 20, 2 u. Sext. Emp. oft; τὰ καταλήγοντα, die Gränzen, Plut. Fab. Max. 6; vgl. Pol. 5, 95, 5. – Auch trans., εἰς ἣν ναυμαχίαν Θουκυδίδης κατέληξε τὴν πραγματείαν, beendigen, D. Sic. 14, 84.
}}
{{ls
|lstext='''καταλήγω''': μέλλ. -ξω, πάυω, τελειώνω, σταματ, ἀντίθ. τοῦ ἄρχομαι, πρὶν καταλῆξαι… [[ἄχος]] Αἱσχύλ. Ἀγ. 1479· ἢ μετ’ ἐπιρρ., ποῖ καταλήξει [[μένος]] ἄτης; εἰς ποῖον [[σημεῖον]] θὰ παύσῃ; ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1075· κ. ἐν…, τελειώνω εἰς ἢ μέ…, Πλούτ. 2. 791C· εἰς ἢ ἐπί…, ἀρξόμεθα μὲν ἀπὸ τῆς… καταλήξομεν δὲ εἰς… Διόδ. 20. 2., 14. 2· [[περί]]… Πλούτ. 2. 705Α· [[πρός]] τι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 02· [[αὐτοῦ]] καταλήγομεν, μαθεῖν… (δὲν ζητοῦμεν [[ἄλλο]] νὰ μάθωμεν ἢ…) Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 14·― τὰ καταλήγοντα, ὡς τὸ καταλῆγον, καὶ τὰ λήγοντα, τὰ ὅρια τόπου, τὰ σύνορα, Πλουτ. Φάβ. 6, Ἀριστ. ΙΙ. μεταβ., [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, εἰς ἧν κατέληξεν ὁ [[Θουκυδίδης]] τὴν πραγματείαν Διόδ. 14. 84.
}}
}}

Revision as of 10:39, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλήγω Medium diacritics: καταλήγω Low diacritics: καταλήγω Capitals: ΚΑΤΑΛΗΓΩ
Transliteration A: katalḗgō Transliteration B: katalēgō Transliteration C: kataligo Beta Code: katalh/gw

English (LSJ)

   A leave off, stop, πρὶν καταλῆξαι . . ἄχος A.Ag.1479 (anap.): ποῖ καταλήξει μένος ἄτης; at what point will it cease? Id.Ch.1075 (anap.); κ. ἐν . . to end at or with... Plu.2.791c; ἐπί τι D.S.14.2, Arr.Epict.6.20.21, M.Ant.4.20; [ἡδοναὶ] περὶ τὸ σῶμα κ. Plu.2.705a; πρός τι Arist.Mete.340b9; εἴς τι D.S.20.2, Hierocl.in CA19p.462M., Porph.Sent.37: abs., Thphr.Ign.50; τὰ καταλήγοντα limits of a district, Plu.Fab.6, Arist.11; πόλεως J.BJ3.7.34: in sg., τὸ κ. τοῦ πελάγους extremity, Plb.5.59.5, cf. Poll.2.71, 177.    2 esp. in Metric and Rhetoric, of feet, verses, or periods, κρητικοῦ εἰς σύμφωνον -λήγοντος A.D.Pron.50.17; εἰς τὸ αὐτὸ ὄνομα Demetr.Eloc. 154, cf. 4, Hermog.Id.1.6.    II trans., close, finish, ναυμαχία εἰς ἢν Θουκυδίδης κατέληξε τὴν πραγματείαν D.S.14.84.

German (Pape)

[Seite 1360] aufhören; πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος, νέος ἰχώρ Aesch. Ag. 1479; Ch. 1075; Pol. 3, 61, 8; Sp., bes. εἰς u. ἐπί τι, D. Sic. 20, 2 u. Sext. Emp. oft; τὰ καταλήγοντα, die Gränzen, Plut. Fab. Max. 6; vgl. Pol. 5, 95, 5. – Auch trans., εἰς ἣν ναυμαχίαν Θουκυδίδης κατέληξε τὴν πραγματείαν, beendigen, D. Sic. 14, 84.

Greek (Liddell-Scott)

καταλήγω: μέλλ. -ξω, πάυω, τελειώνω, σταματ, ἀντίθ. τοῦ ἄρχομαι, πρὶν καταλῆξαι… ἄχος Αἱσχύλ. Ἀγ. 1479· ἢ μετ’ ἐπιρρ., ποῖ καταλήξει μένος ἄτης; εἰς ποῖον σημεῖον θὰ παύσῃ; ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1075· κ. ἐν…, τελειώνω εἰς ἢ μέ…, Πλούτ. 2. 791C· εἰς ἢ ἐπί…, ἀρξόμεθα μὲν ἀπὸ τῆς… καταλήξομεν δὲ εἰς… Διόδ. 20. 2., 14. 2· περί… Πλούτ. 2. 705Α· πρός τι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 02· αὐτοῦ καταλήγομεν, μαθεῖν… (δὲν ζητοῦμεν ἄλλο νὰ μάθωμεν ἢ…) Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 14·― τὰ καταλήγοντα, ὡς τὸ καταλῆγον, καὶ τὰ λήγοντα, τὰ ὅρια τόπου, τὰ σύνορα, Πλουτ. Φάβ. 6, Ἀριστ. ΙΙ. μεταβ., φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, εἰς ἧν κατέληξεν ὁ Θουκυδίδης τὴν πραγματείαν Διόδ. 14. 84.