προσπληρόω: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(13_5)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0778.png Seite 778]] zufüllen, anfüllen, bes. Schiffe, noch dazu bemannen u. ausrüsten, ἔτι [[ναῦς]], Thuc. 7, 34. 8, 10; die Zahl voll machen, καὶ ἱππέας προσεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους, Xen. Cyr. 5, 3, 24; auch im med., ἐμβιβάσας τοὺς ναύτας καὶ προσπληρώσασθαι κελεύσας, εἴ τις ἐνεδεῖτο, ἐκ τῶν καταλειπομένων, Hell. 5, 1, 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0778.png Seite 778]] zufüllen, anfüllen, bes. Schiffe, noch dazu bemannen u. ausrüsten, ἔτι [[ναῦς]], Thuc. 7, 34. 8, 10; die Zahl voll machen, καὶ ἱππέας προσεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους, Xen. Cyr. 5, 3, 24; auch im med., ἐμβιβάσας τοὺς ναύτας καὶ προσπληρώσασθαι κελεύσας, εἴ τις ἐνεδεῖτο, ἐκ τῶν καταλειπομένων, Hell. 5, 1, 27.
}}
{{ls
|lstext='''προσπληρόω''': συμπληρῶ ἀριθμόν, ἱππέας προσεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους Ξεν. Κύρ. 5. 3, 24, πρβλ. Ἑλλ. 1. 6, 3· [[μάλιστα]] ἐπὶ πλοίων, [[σχηματίζω]] τὰ πληρώματα αὐτῶν καὶ [[καταρτίζω]] αὐτὰ [[προσέτι]], πληρῶ ἀνδρῶν ([[παρασκευάζω]]) περισσότερα ἔτι πλοῖα, Θουκ. 6. 104., 7. 34· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκ Κερκύρας ἄλλας πρ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 66, πρβλ. 5. 1, 27.
}}
}}

Revision as of 10:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπληρόω Medium diacritics: προσπληρόω Low diacritics: προσπληρόω Capitals: ΠΡΟΣΠΛΗΡΟΩ
Transliteration A: prosplēróō Transliteration B: prosplēroō Transliteration C: prospliroo Beta Code: prosplhro/w

English (LSJ)

   A fill up or complete a number, ἱππέας π. εἰς δισχιλίους v.l. in X.Cyr.5.3.24, cf. HG1.6.3, prob. in PCair.Zen.421.8 (iii B.C.): esp. man and equip ships besides, man still more ships, Th.6.104,7.34:—Med., ἐκ Κερκύρας ἄλλας π. X.HG5.4.66, cf. 5.1.27.

German (Pape)

[Seite 778] zufüllen, anfüllen, bes. Schiffe, noch dazu bemannen u. ausrüsten, ἔτι ναῦς, Thuc. 7, 34. 8, 10; die Zahl voll machen, καὶ ἱππέας προσεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους, Xen. Cyr. 5, 3, 24; auch im med., ἐμβιβάσας τοὺς ναύτας καὶ προσπληρώσασθαι κελεύσας, εἴ τις ἐνεδεῖτο, ἐκ τῶν καταλειπομένων, Hell. 5, 1, 27.

Greek (Liddell-Scott)

προσπληρόω: συμπληρῶ ἀριθμόν, ἱππέας προσεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους Ξεν. Κύρ. 5. 3, 24, πρβλ. Ἑλλ. 1. 6, 3· μάλιστα ἐπὶ πλοίων, σχηματίζω τὰ πληρώματα αὐτῶν καὶ καταρτίζω αὐτὰ προσέτι, πληρῶ ἀνδρῶν (παρασκευάζω) περισσότερα ἔτι πλοῖα, Θουκ. 6. 104., 7. 34· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκ Κερκύρας ἄλλας πρ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 66, πρβλ. 5. 1, 27.