διασείω: Difference between revisions
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
(13_5) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0601.png Seite 601]] (s. [[σείω]]), durchschütteln, erschüttern; Plat. Tim. 87 e; τὸ [[γόμφωμα]], Plut. Marc. 15; τοὺς ἀκούοντας, Pol. 18, 28, 2; in Furcht setzen, 10, 26, 4; vgl. τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Her. 6, 109, verwirren, wie τὰ παρόντα Plut. Cic. 10. Auch ταῖς οὐραῖς, = [[διασαίνω]], Xen Cyn. 6-15. – Bei Sp. von Beamten, welche ihre Gewalt mißbrauchen u. durch Drohungen Geschenke erpressen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0601.png Seite 601]] (s. [[σείω]]), durchschütteln, erschüttern; Plat. Tim. 87 e; τὸ [[γόμφωμα]], Plut. Marc. 15; τοὺς ἀκούοντας, Pol. 18, 28, 2; in Furcht setzen, 10, 26, 4; vgl. τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Her. 6, 109, verwirren, wie τὰ παρόντα Plut. Cic. 10. Auch ταῖς οὐραῖς, = [[διασαίνω]], Xen Cyn. 6-15. – Bei Sp. von Beamten, welche ihre Gewalt mißbrauchen u. durch Drohungen Geschenke erpressen. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διασείω''': [[σείω]] βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, τι Πλάτ. Τιμ. 85Ε, 87Ε· τὴν κεφαλὴν Πλούτ. 2. 435C· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., δ. τοῖν χεροῖν Αἰσχίν. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 10· τῇ οὐρᾷ, κινῶ τὴν οὐράν, [[διασαίνω]] Ξεν. Κυν. 6, 15. ― Μέσ., [[ἀποσείω]] τινὰ ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], ἐλευθεροῦμαι, Διον. Ἁλ. 1. 56. 2) [[συγχέω]], [[ἐπιφέρω]] σύγχυσιν, [[φέρω]] εἰς σύγχυσιν, τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Ἡρόδ. 6. 109· τοὺς ἀκούοντας Πολύβ. 18. 28, 2· [[ἐμβάλλω]] φόβον, φοβίζω, ὁ αὐτ. 10. 26, 4· διὰ τῆς βίας [[λαμβάνω]] χρήματα [[παρά]] τινος ἐκφοβίζων αὐτὸν (πρβλ. [[διασεισμός]]), Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 14. 3) ἐπὶ πολιτικῶν ὑποθέσεων, [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, Πλούτ. Κικ. 10. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:19, 5 August 2017
English (LSJ)
A shake violently, Hp.Morb.1.6, dub. in Arist.Ath.64.2; τι εἰς ἀταξίαν Pl.Ti. 85e, cf. 88a; τὴν κεφαλήν Plu.2.435c: c. dat., δ. τοῖν χεροῖν Aeschin. Socr.50; δ. τῇ οὐρᾷ to keep wagging the tail, X.Cyn.6.15:—Med., shake people off, shake oneself free, D.H.1.56. 2 confound, throw into confusion, τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Hdt.6.109; τοὺς ἀκούοντας Plb.18.45.2; intimidate, oppress, Id.10.26.4, cf. OGI519.14 (Pass.); browbeat, PTaur.1viii13(ii B.C.); extort money by intimidation from a person, PPar.15.37(ii B.C.), Ev.Luc.3.14, etc.: c. gen., PTeb.41.10 (ii B.C.):—Pass., POxy.284.5(i A. D.). 3 of political affairs, throw into confusion, Plu.Cic.10. 4 stir up, in Pass., Dam.Pr.29. 5 sound, take the measure of, Plu.2.580d,704d.
German (Pape)
[Seite 601] (s. σείω), durchschütteln, erschüttern; Plat. Tim. 87 e; τὸ γόμφωμα, Plut. Marc. 15; τοὺς ἀκούοντας, Pol. 18, 28, 2; in Furcht setzen, 10, 26, 4; vgl. τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Her. 6, 109, verwirren, wie τὰ παρόντα Plut. Cic. 10. Auch ταῖς οὐραῖς, = διασαίνω, Xen Cyn. 6-15. – Bei Sp. von Beamten, welche ihre Gewalt mißbrauchen u. durch Drohungen Geschenke erpressen.
Greek (Liddell-Scott)
διασείω: σείω βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, τι Πλάτ. Τιμ. 85Ε, 87Ε· τὴν κεφαλὴν Πλούτ. 2. 435C· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ δοτ., δ. τοῖν χεροῖν Αἰσχίν. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 10· τῇ οὐρᾷ, κινῶ τὴν οὐράν, διασαίνω Ξεν. Κυν. 6, 15. ― Μέσ., ἀποσείω τινὰ ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ἐλευθεροῦμαι, Διον. Ἁλ. 1. 56. 2) συγχέω, ἐπιφέρω σύγχυσιν, φέρω εἰς σύγχυσιν, τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Ἡρόδ. 6. 109· τοὺς ἀκούοντας Πολύβ. 18. 28, 2· ἐμβάλλω φόβον, φοβίζω, ὁ αὐτ. 10. 26, 4· διὰ τῆς βίας λαμβάνω χρήματα παρά τινος ἐκφοβίζων αὐτὸν (πρβλ. διασεισμός), Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 14. 3) ἐπὶ πολιτικῶν ὑποθέσεων, ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, Πλούτ. Κικ. 10.