ὀρεινός: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(13_6a) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] bergig, gebirgig; χώρη, Her. 1, 110; Xen. u. Folgde; τὸ ὀρεινὸν τῆς φύσεως, Plat. Crat. 394 e; [[ὁδός]], im Ggstz von πεδινή, Xen. Cyr. 1, 6, 43; ὀρεινὸν καὶ ὑπόλιθον [[γήδιον]], Luc. Tim. 31; a. Sp., auch = in den Gebirgen wild wachsend, im Ggstz von [[ἥμερος]], Ios.; vgl. Arist. H. A. 9, 40; Θρᾷκες, im Gebirge wohnend, Thuc. 2, 96. – Bei Arist. H. A. 8, 3 heißt eine Art αἰγιθαλός so, διὰ τὸ διατρίβειν ἐν τοῖς ὄρεσιν. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] bergig, gebirgig; χώρη, Her. 1, 110; Xen. u. Folgde; τὸ ὀρεινὸν τῆς φύσεως, Plat. Crat. 394 e; [[ὁδός]], im Ggstz von πεδινή, Xen. Cyr. 1, 6, 43; ὀρεινὸν καὶ ὑπόλιθον [[γήδιον]], Luc. Tim. 31; a. Sp., auch = in den Gebirgen wild wachsend, im Ggstz von [[ἥμερος]], Ios.; vgl. Arist. H. A. 9, 40; Θρᾷκες, im Gebirge wohnend, Thuc. 2, 96. – Bei Arist. H. A. 8, 3 heißt eine Art αἰγιθαλός so, διὰ τὸ διατρίβειν ἐν τοῖς ὄρεσιν. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀρεινός''': -ή, -όν, ([[ὄρος]]) [[πλήρης]], ὀρέων, [[βουνώδης]], χώρη Ἡρόδ. 1. 110., 2. 34· ἀντίθετον τῷ [[πεδινός]], Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43· ὀρεινὴν οὖσαν [τὴν Ἀρκαδίαν] Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 25· ἡ ὀρεινή, ἡ [[πλήρης]] ὀρέων [[χώρα]], ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 28, 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὰ ὄρη ἢ κατοικῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, οἱ ὀρ. Θρᾷκες Θουκ. 2. 96, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 4, 11· - ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἥμερος]], ἐπὶ ζῴων καὶ φυτῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 3· τὸ ἄγριον καὶ τὸ ὀρ., ἡ ἀγρία καὶ ὀρεινὴ [[φύσις]] του, Πλάτ. Κρατ. 394Ε. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:22, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (ὄρος)
A mountainous, hilly, χώρη Hdt.1.110, cf. 2.34 ; opp. πεδινός, X.Cyr.1.6.43 ; opp. πεδιάς, J.BJ3.3.4 ; ὀρεινὴν οὖσαν [τὴν Ἀρκαδίαν] Arist.Mete.351a3 ; ἡ ὀρεινή hill-country, Id.HA556a4, al. II of or from the mountains, dwelling on the mountains, οἱ ὀ. Θρᾶκες Th.2.96, X.An.7.4.11 ; of birds, Arist.HA592b19 ; of plants, Thphr.HP6.8.3 ; τὸ ἄγριον καὶ τὸ ὀ. his wild and mountain nature, Pl.Cra.394e : metaph., ὀ. ἱμάτιον, = ἄκναπτον, Com.Adesp. 328. III in Egypt, belonging to the edge of the desert, esp. as epith. of canals, PTeb.61(b).160, al. (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 371] bergig, gebirgig; χώρη, Her. 1, 110; Xen. u. Folgde; τὸ ὀρεινὸν τῆς φύσεως, Plat. Crat. 394 e; ὁδός, im Ggstz von πεδινή, Xen. Cyr. 1, 6, 43; ὀρεινὸν καὶ ὑπόλιθον γήδιον, Luc. Tim. 31; a. Sp., auch = in den Gebirgen wild wachsend, im Ggstz von ἥμερος, Ios.; vgl. Arist. H. A. 9, 40; Θρᾷκες, im Gebirge wohnend, Thuc. 2, 96. – Bei Arist. H. A. 8, 3 heißt eine Art αἰγιθαλός so, διὰ τὸ διατρίβειν ἐν τοῖς ὄρεσιν.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεινός: -ή, -όν, (ὄρος) πλήρης, ὀρέων, βουνώδης, χώρη Ἡρόδ. 1. 110., 2. 34· ἀντίθετον τῷ πεδινός, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43· ὀρεινὴν οὖσαν [τὴν Ἀρκαδίαν] Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 25· ἡ ὀρεινή, ἡ πλήρης ὀρέων χώρα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 28, 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὰ ὄρη ἢ κατοικῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, οἱ ὀρ. Θρᾷκες Θουκ. 2. 96, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 4, 11· - ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἥμερος, ἐπὶ ζῴων καὶ φυτῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 3· τὸ ἄγριον καὶ τὸ ὀρ., ἡ ἀγρία καὶ ὀρεινὴ φύσις του, Πλάτ. Κρατ. 394Ε.