ἐπιστατήρ: Difference between revisions
From LSJ
(13_1) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0983.png Seite 983]] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych., der es auch [[στόμα]] [[νεώς]] u. ἐπιστατῆρες = οἱ τῶν πλοίων νομεῖς d. i. ἐγκοίλια erkl. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0983.png Seite 983]] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych., der es auch [[στόμα]] [[νεώς]] u. ἐπιστατῆρες = οἱ τῶν πλοίων νομεῖς d. i. ἐγκοίλια erkl. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιστᾰτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ., [[ὅστις]] καὶ ἑρμηνεύει αὐτὸ «τὸ [[στόμα]] τῆς [[νεώς]]», καὶ κατὰ πληθ., «ἀγορανόμοι, καὶ οἱ τῶν πλοίων νομεῖς». | |||
}} | }} |
Revision as of 11:32, 5 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A = τὸ στόμα τῆς νεώς, Hsch.: and in pl., = οἱ τῶν πλοίων νομεῖς, Id. II. pl., = ἀγορανόμοι, Id.
German (Pape)
[Seite 983] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych., der es auch στόμα νεώς u. ἐπιστατῆρες = οἱ τῶν πλοίων νομεῖς d. i. ἐγκοίλια erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστᾰτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ., ὅστις καὶ ἑρμηνεύει αὐτὸ «τὸ στόμα τῆς νεώς», καὶ κατὰ πληθ., «ἀγορανόμοι, καὶ οἱ τῶν πλοίων νομεῖς».