ἐπιστατήρ

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστᾰτήρ Medium diacritics: ἐπιστατήρ Low diacritics: επιστατήρ Capitals: ΕΠΙΣΤΑΤΗΡ
Transliteration A: epistatḗr Transliteration B: epistatēr Transliteration C: epistatir Beta Code: e)pistath/r

English (LSJ)

ἐπιστατῆρος, ὁ,
A = τὸ στόμα τῆς νεώς, Hsch.: and in plural, = οἱ τῶν πλοίων νομεῖς, Id.
II. pl., = ἀγορανόμοι, Id.

German (Pape)

[Seite 983] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych., der es auch στόμα νεώς u. ἐπιστατῆρες = οἱ τῶν πλοίων νομεῖς d. i. ἐγκοίλια erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστᾰτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ., ὅστις καὶ ἑρμηνεύει αὐτὸ «τὸ στόμα τῆς νεώς», καὶ κατὰ πληθ., «ἀγορανόμοι, καὶ οἱ τῶν πλοίων νομεῖς».