ἀποπηδάω: Difference between revisions
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
(13_4) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0319.png Seite 319]] (s. [[πηδάω]]), abspringen, entspringen, οἴχεται ἀποπηδήσας Plat. Legg. IV, 720 c; Xen. An. 3, 4, 27; ἀπὸ τοῦ λόγου Plat. Theaet. 164 c; τοῦ Σωκράτους, verließen ihn plötzlich, Xen. Mem. 1, 2, 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0319.png Seite 319]] (s. [[πηδάω]]), abspringen, entspringen, οἴχεται ἀποπηδήσας Plat. Legg. IV, 720 c; Xen. An. 3, 4, 27; ἀπὸ τοῦ λόγου Plat. Theaet. 164 c; τοῦ Σωκράτους, verließen ihn plötzlich, Xen. Mem. 1, 2, 16. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποπηδάω''': μέλλ. -πηδήσομαι, πηδῶ ἀπό τινος, ἀπεπήδησε τοῦ ἵππου Πλουτ. Φάβ. κτλ. ΙΙ. [[καταλείπω]], ἀποσκιρτῶ, μ. γεν. εὐθὺς ἀποπηδήσαντε Σωκράτους ἐπραττέτην τὰ πολιτικὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 16· ἀπό τινος Ἱππ. περὶ Ἀρθρ. 812· ἀπὸ τῇς φύσιος, [[ἐξέρχομαι]] ἀπὸ τῆς φυσικῆς θέσεώς μου, ἐπὶ ἀρθρώσεως, [[αὐτόθι]] 827· ἀπὸ τοῦ λόγου Πλάτ. Θεαίτ. 164C: - ἀπολ., πηδῶ, [[τρέχω]] πηδῶν, τὸ μὲν πρῶτον [[ὀξέως]] ἀποπηδῶσι, τελευτῶντες δὲ καταγέλαστοι γίνονται ὁ αὐτ. Πολ. 613Β· οἴχεται ἀποπηδήσας πρὸς ἄλλον ὁ αὐτ. Νόμ. 720C. 2) ἀναπάλλομαι, τινάσσομαι [[ἐπάνω]] ἢ [[ὀπίσω]], Ἀκουστ. 42. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:16, 5 August 2017
English (LSJ)
A leap off, esp. of riders, dismount, Plu.Fab.16, Jul.Or. 2.60a, etc. II start off from, turn away from, ἀπό τινος Hp.Art. 47; ἀ. ἀπὸ τῆς φύσιος from its natural position, of a joint, ib.61; metaph., ἀπὸ τοῦ λόγου Pl.Tht.164c; Σωκράτους X.Mem.1.2.16: abs., leap off, Pl.R.613b; stalk off, οἴχεται ἀποπηδήσας πρὸς ἄλλον Id.Lg. 720c; ἐς τὰ Περσῶν ἤθη Procop.Goth.1.24. 2 rebound, Arist. Aud.803b1, Ph.1.610.
German (Pape)
[Seite 319] (s. πηδάω), abspringen, entspringen, οἴχεται ἀποπηδήσας Plat. Legg. IV, 720 c; Xen. An. 3, 4, 27; ἀπὸ τοῦ λόγου Plat. Theaet. 164 c; τοῦ Σωκράτους, verließen ihn plötzlich, Xen. Mem. 1, 2, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπηδάω: μέλλ. -πηδήσομαι, πηδῶ ἀπό τινος, ἀπεπήδησε τοῦ ἵππου Πλουτ. Φάβ. κτλ. ΙΙ. καταλείπω, ἀποσκιρτῶ, μ. γεν. εὐθὺς ἀποπηδήσαντε Σωκράτους ἐπραττέτην τὰ πολιτικὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 16· ἀπό τινος Ἱππ. περὶ Ἀρθρ. 812· ἀπὸ τῇς φύσιος, ἐξέρχομαι ἀπὸ τῆς φυσικῆς θέσεώς μου, ἐπὶ ἀρθρώσεως, αὐτόθι 827· ἀπὸ τοῦ λόγου Πλάτ. Θεαίτ. 164C: - ἀπολ., πηδῶ, τρέχω πηδῶν, τὸ μὲν πρῶτον ὀξέως ἀποπηδῶσι, τελευτῶντες δὲ καταγέλαστοι γίνονται ὁ αὐτ. Πολ. 613Β· οἴχεται ἀποπηδήσας πρὸς ἄλλον ὁ αὐτ. Νόμ. 720C. 2) ἀναπάλλομαι, τινάσσομαι ἐπάνω ἢ ὀπίσω, Ἀκουστ. 42.