πυραύστης: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(13_3)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0820.png Seite 820]] ὁ, die Lichtmotte; Arist. H. A. 8, 27; Aesch. frg. 298, μῶρος πυραύστου [[μόρος]], woraus Tzetz. zu Lycophr. 83 ein Wort machte, πυραυστουμόρος, der Lichtmottentod.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0820.png Seite 820]] ὁ, die Lichtmotte; Arist. H. A. 8, 27; Aesch. frg. 298, μῶρος πυραύστου [[μόρος]], woraus Tzetz. zu Lycophr. 83 ein Wort machte, πυραυστουμόρος, der Lichtmottentod.
}}
{{ls
|lstext='''πῡραύστης''': -ου, ὁ, (αὔω) ὁ [[ἠπίολος]], «πεταλοῦδα» περὶ τὸν [[λύχνον]] πετομένη καὶ καιομένη, «πτηνόν ἐστι ζωΰφιον, ὃ προσιπτάμενον τοῖς λύχνοις, καὶ δοκοῦν ἅπτεσθαι τοῦ [[πυρός]], κατακαίεται· μέμνηται καὶ [[αὐτοῦ]] Αἰσχύλος (Ἀποσπ. 303) εἰπὼν δέδοικα [[μῶρον]] [[κάρτα]] πυραύστου [[μόρον]], εἴρηται δὲ ἡ [[παροιμία]] ἐπὶ τῶν ἑαυτοῖς προξενούντων ἀπώλειαν» Ζηνόβ. 5, 79, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27, 2, Αἰλ. π. Ζ. 12. 8. [Τὴν λέξιν νομίζουσιν ὕποπτον ὡς ἐκ τῆς μακρότητος τοῦ ῡ· ἴδε ἐν λ. πῦρ].
}}
}}

Revision as of 11:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡραύστης Medium diacritics: πυραύστης Low diacritics: πυραύστης Capitals: ΠΥΡΑΥΣΤΗΣ
Transliteration A: pyraústēs Transliteration B: pyraustēs Transliteration C: pyraystis Beta Code: purau/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, (αὔω (A))

   A moth that gets singed in the candle, δέδοικα μῶρον κάρτα πυραύστου μόρον A.Fr.288, cf. Arist.HA605b11, Ael. NA12.8.

German (Pape)

[Seite 820] ὁ, die Lichtmotte; Arist. H. A. 8, 27; Aesch. frg. 298, μῶρος πυραύστου μόρος, woraus Tzetz. zu Lycophr. 83 ein Wort machte, πυραυστουμόρος, der Lichtmottentod.

Greek (Liddell-Scott)

πῡραύστης: -ου, ὁ, (αὔω) ὁ ἠπίολος, «πεταλοῦδα» περὶ τὸν λύχνον πετομένη καὶ καιομένη, «πτηνόν ἐστι ζωΰφιον, ὃ προσιπτάμενον τοῖς λύχνοις, καὶ δοκοῦν ἅπτεσθαι τοῦ πυρός, κατακαίεται· μέμνηται καὶ αὐτοῦ Αἰσχύλος (Ἀποσπ. 303) εἰπὼν δέδοικα μῶρον κάρτα πυραύστου μόρον, εἴρηται δὲ ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἑαυτοῖς προξενούντων ἀπώλειαν» Ζηνόβ. 5, 79, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27, 2, Αἰλ. π. Ζ. 12. 8. [Τὴν λέξιν νομίζουσιν ὕποπτον ὡς ἐκ τῆς μακρότητος τοῦ ῡ· ἴδε ἐν λ. πῦρ].