φλυδάω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(c2) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1293.png Seite 1293]] überflüssige Nässe, Feuchtigkeit haben, von zu vieler Nässe zerfließen, davon weichlich sein, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1293.png Seite 1293]] überflüssige Nässe, Feuchtigkeit haben, von zu vieler Nässe zerfließen, davon weichlich sein, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φλῠδάω''': (ἴδε [[φλέω]]) ὑγραίνομαι, μυδῶ, σήπομαι, σαχλιάζω, [[γίνομαι]] [[πλαδαρός]], Ἱππ. 308. 31 (κατὰ τὸν Γαλην.· κοινῶς φέρεται πλοιδᾶν)· ― φλοιδεῖν ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἰω. Δαμασκ. 889Ε· καὶ ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., φλ. τοὺς ὀφθαλμούς, ἐκκόπτειν, Γεώργ. Παχυμ. 155Β. Παθ. φλοιδούμενος, Λυκόφρ. 35· ― «φλοιδιᾶν· πεπρῆσθαι» μνημονεύεται παρ’ Ἡσυχ. Πρβλ. [[φλιδάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 5 August 2017
English (LSJ)
A have an excess of moisture, become soft or flabby, Hp. Morb.Sacr.13 (cf Erot., Gal.19.152), Ep.19 (Hermes53.70); cf. φλοιδέω, φλοιδιάω.
German (Pape)
[Seite 1293] überflüssige Nässe, Feuchtigkeit haben, von zu vieler Nässe zerfließen, davon weichlich sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φλῠδάω: (ἴδε φλέω) ὑγραίνομαι, μυδῶ, σήπομαι, σαχλιάζω, γίνομαι πλαδαρός, Ἱππ. 308. 31 (κατὰ τὸν Γαλην.· κοινῶς φέρεται πλοιδᾶν)· ― φλοιδεῖν ἀπαντᾷ ὡσαύτως παρ’ Ἰω. Δαμασκ. 889Ε· καὶ ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., φλ. τοὺς ὀφθαλμούς, ἐκκόπτειν, Γεώργ. Παχυμ. 155Β. Παθ. φλοιδούμενος, Λυκόφρ. 35· ― «φλοιδιᾶν· πεπρῆσθαι» μνημονεύεται παρ’ Ἡσυχ. Πρβλ. φλιδάω.