ἀνάρτυτος: Difference between revisions
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
(c1) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0206.png Seite 206]] nicht zubereitet, von Speisen, ungewürzt, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0206.png Seite 206]] nicht zubereitet, von Speisen, ungewürzt, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνάρτῡτος''': -ον, ὁ μὴ παρεσκευασμένος, μὴ ἠρτυμένος, ἀνάλατος, ἐπὶ ἐδεσμάτων καὶ μεταφ. [[ἀπειρόκαλος]], [[ἀβέλτερος]], ἀνάρτυτον [[βρῶμα]] Σύμμ. εἰς Ἰὼβ Ϛ΄, 6· - «[[ἅλμη]] οὐκ ἔνεστιν αὐτῷ, ἐπὶ τοῦ ἀηδοῦς καὶ ἀναρτύτου» Διογενιαν. 2. 12. - [[ἀνάρ]]. [[βίος]] Ἀθήν. 511D. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unseasoned, of food, Phld. Mus.p.53 K., Diogenian. 2.12, Sm.Jb.6.6; ἀ. βίος cj. Coraës in Ath.12.511d.
German (Pape)
[Seite 206] nicht zubereitet, von Speisen, ungewürzt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρτῡτος: -ον, ὁ μὴ παρεσκευασμένος, μὴ ἠρτυμένος, ἀνάλατος, ἐπὶ ἐδεσμάτων καὶ μεταφ. ἀπειρόκαλος, ἀβέλτερος, ἀνάρτυτον βρῶμα Σύμμ. εἰς Ἰὼβ Ϛ΄, 6· - «ἅλμη οὐκ ἔνεστιν αὐτῷ, ἐπὶ τοῦ ἀηδοῦς καὶ ἀναρτύτου» Διογενιαν. 2. 12. - ἀνάρ. βίος Ἀθήν. 511D.