ἀνάρτυτος

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρτῡτος Medium diacritics: ἀνάρτυτος Low diacritics: ανάρτυτος Capitals: ΑΝΑΡΤΥΤΟΣ
Transliteration A: anártytos Transliteration B: anartytos Transliteration C: anartytos Beta Code: a)na/rtutos

English (LSJ)

ἀνάρτυτον, unseasoned, of food, Phld. Mus.p.53 K., Diogenian. 2.12, Sm.Jb.6.6; ἀνάρτυτος βίος cj. Coraës in Ath.12.511d.

Spanish (DGE)

-ον
I 1insulso, soso, βρῶμα Phld.Mus.p.53K., cf. Diogenian.1.2.12, Sm.Ib.6.6.
2 del mortero no fraguado Sm.Ez.13.11.
II adv. ἀναρτύτως = sin fraguar del mortero, Sm.Ez.13.10 en Chrys.M.58.642.

German (Pape)

[Seite 206] nicht zubereitet, von Speisen, ungewürzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρτῡτος: -ον, ὁ μὴ παρεσκευασμένος, μὴ ἠρτυμένος, ἀνάλατος, ἐπὶ ἐδεσμάτων καὶ μεταφ. ἀπειρόκαλος, ἀβέλτερος, ἀνάρτυτον βρῶμα Σύμμ. εἰς Ἰὼβ Ϛ΄, 6· - «ἅλμη οὐκ ἔνεστιν αὐτῷ, ἐπὶ τοῦ ἀηδοῦς καὶ ἀναρτύτου» Διογενιαν. 2. 12. - ἀνάρ. βίος Ἀθήν. 511D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάρτυτος, -ον)
αρτύω
(για φαγητό) αυτός που δεν περιέχει καρυκεύματα, ακαρύκευτος, άνοστος
νεοελλ.
1. (για φαγητό) νηστήσιμος
2. (για ανθρώπους) αυτός που δεν αρτύθηκε, που νήστευσε σε περίοδο νηστείας.