μεταληπτικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(13_1)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0148.png Seite 148]] ή, όν, fähig theilzunehmen, theilnehmend, τινός, Plut. plac. phil. 1, 19. – Zur [[μετάληψις]] gehörig, Gramm.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0148.png Seite 148]] ή, όν, fähig theilzunehmen, theilnehmend, τινός, Plut. plac. phil. 1, 19. – Zur [[μετάληψις]] gehörig, Gramm.
}}
{{ls
|lstext='''μεταληπτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μεταλαμβάνειν· τὸ μεταληπτικόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ λαμβάνειν σχῆμά τι, Πλατωνικὸν [[ὄνομα]] τῆς ὕλης, Ἀριστ. Φυσ. 4. 2, 3, Πλούτ. 2. 884Α. ΙΙ. ὁ ἐκ περιτροπῆς γινόμενος, [[κίνησις]], [[τάσις]], [[ἔντασις]] Γαλην. 3. 573., 10. 443., 18. 2, 506. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν μετάληψιν (ΙΙ. 4), Εὐστ. 26. 31· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 18.
}}
}}

Revision as of 11:15, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταληπτικός Medium diacritics: μεταληπτικός Low diacritics: μεταληπτικός Capitals: ΜΕΤΑΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metalēptikós Transliteration B: metalēptikos Transliteration C: metaliptikos Beta Code: metalhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of partaking of, c. gen., Porph.Chr.39; ἀρσενικοῦ γένους Eust.26.31; τὸ μ. capability of receiving form, Platonic name for ὕλη, Arist.Ph.209b12, Placit.1.19.1.    II reversed, 'translated', κίνησις Gal.UP7.14; τάσις, ἔντασις, Id.10.443, 18(2).506.    III concerning or involving μετάληψις 11.4. Adv. -κῶς Trypho Trop.5, Heraclit.All.26, Sch.Ar.Pl.18.    2 involving μετάληψις 11.5, προβλήματα Syrian.in Hermog.2.153 R.; τρόποι Aps.p.249 H.

German (Pape)

[Seite 148] ή, όν, fähig theilzunehmen, theilnehmend, τινός, Plut. plac. phil. 1, 19. – Zur μετάληψις gehörig, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

μεταληπτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μεταλαμβάνειν· τὸ μεταληπτικόν, ἡ δύναμις τοῦ λαμβάνειν σχῆμά τι, Πλατωνικὸν ὄνομα τῆς ὕλης, Ἀριστ. Φυσ. 4. 2, 3, Πλούτ. 2. 884Α. ΙΙ. ὁ ἐκ περιτροπῆς γινόμενος, κίνησις, τάσις, ἔντασις Γαλην. 3. 573., 10. 443., 18. 2, 506. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν μετάληψιν (ΙΙ. 4), Εὐστ. 26. 31· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 18.