ἐμβίωσις: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
lsj>Spiros
mNo edit summary
m (1 revision imported)
 
(No difference)

Latest revision as of 09:48, 7 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβῐωσις Medium diacritics: ἐμβίωσις Low diacritics: εμβίωσις Capitals: ΕΜΒΙΩΣΙΣ
Transliteration A: embíōsis Transliteration B: embiōsis Transliteration C: emviosis Beta Code: e)mbi/wsis

English (LSJ)

ἐμβιώσεως, ἡ,
A maintenance of life, LXX Si.38.14.
2 way of living, ib.3 Ma.3.23.
II taking root, Plu.2.640d.

Spanish (DGE)

ἐμβιώσεως, ἡ
1 recursos de vida φονεύων τὸν πλησίον ὁ ἀφαιρούμενος ἐμβίωσιν LXX Si.34.22, cf. 38.14, λεπτὸν ... καὶ ξηρὸν (τὸν φλοιόν) οὐ παρέχειν ... ἐμβίωσιν τοῖς ἐντιθεμένοις Plu.2.640d.
2 estilo de vida μετὰ τῆς δυσκλεεστάτης ἐμβιώσεως LXX 3Ma.3.23.

German (Pape)

[Seite 805] ἡ, von Pflanzen, das Gedeihen, Fortkommen, Plut. Symp. 2, 6, 2.

French (Bailly abrégé)

ἐμβιώσεως (ἡ) :
action de vivre dans ou action de vivre sur.
Étymologie: ἐμβιόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβίωσις: ἐμβιώσεως ἡ (о растениях) жизнедеятельность, жизнь Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβίωσις: -εως, ἡ, τὸ ζῆν καὶ αὐξάνεσθαι, Πλούτ. 2. 640D.

Greek Monolingual

ἐμβίωσις, η (Α)
1. τρόπος διαβιώσεως
2. (για φυτά) διατήρηση στη ζωή και συνέχιση της αύξησης τους μετά τη μεταφύτευση.