φερτός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(13_1) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1262.png Seite 1262]] poet. adj. verb. von [[φέρω]], getragen, ertragen, zu tragen, erträglich, Eur. δουλείας τᾶς οὐ φερτᾶς, Hec. 159. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1262.png Seite 1262]] poet. adj. verb. von [[φέρω]], getragen, ertragen, zu tragen, erträglich, Eur. δουλείας τᾶς οὐ φερτᾶς, Hec. 159. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φερτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, ὑποφερτός, οὐ τλατᾶς, οὐ φερτᾶς Εὐρ. Ἑκ. 159· πρβλ. [[ἄφερτος]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 454. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:46, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A endurable, οὐ τλατᾶς οὐ φερτᾶς E.Hec.158 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1262] poet. adj. verb. von φέρω, getragen, ertragen, zu tragen, erträglich, Eur. δουλείας τᾶς οὐ φερτᾶς, Hec. 159.
Greek (Liddell-Scott)
φερτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, ὑποφερτός, οὐ τλατᾶς, οὐ φερτᾶς Εὐρ. Ἑκ. 159· πρβλ. ἄφερτος. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 454.