διασπορά: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
(c1)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0603.png Seite 603]] ἡ, das Zerstreuen, die Zerstreuung, Sp., wie N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0603.png Seite 603]] ἡ, das Zerstreuen, die Zerstreuung, Sp., wie N. T.
}}
{{ls
|lstext='''διασπορά''': ἡ, ([[διασπείρω]]) διασκόρπησις, [[διασκορπισμός]], Πλούτ. 2. 1105Α, Ἑβδ. 2) περιληπτικῶς = οἱ διεσπαρμένοι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 35, πρβλ. Δευτερ. κη΄, 25, κτλ.
}}
}}

Revision as of 10:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασπορά Medium diacritics: διασπορά Low diacritics: διασπορά Capitals: ΔΙΑΣΠΟΡΑ
Transliteration A: diasporá Transliteration B: diaspora Transliteration C: diaspora Beta Code: diaspora/

English (LSJ)

ἡ, (διασπείρω)

   A scattering, dispersion, Plu.2.1105a, LXX Je.15.7; δ. ψυχική Ph.2.426.    2 collectively, = οἱ διεσπαρμένοι, LXXDe.28.25, Ev.Jo.7.35: pl., LXXPs.146(147).2.

German (Pape)

[Seite 603] ἡ, das Zerstreuen, die Zerstreuung, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

διασπορά: ἡ, (διασπείρω) διασκόρπησις, διασκορπισμός, Πλούτ. 2. 1105Α, Ἑβδ. 2) περιληπτικῶς = οἱ διεσπαρμένοι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 35, πρβλ. Δευτερ. κη΄, 25, κτλ.