Κιμωλία: Difference between revisions
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
mNo edit summary |
mNo edit summary Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />sc. [[Κιμωλία γῆ]], [[Cimolian earth]], a [[white]] [[clay]], from [[Cimolus]] in the [[Cyclades]], [[which]] was used by way of [[soap]] in the [[bath]]s, Ar. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=Κιμωλίας;<br /><i>adj. f.</i><br />[[de Kimolos]].<br />'''Étymologie:''' [[Κίμωλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Κῐμωλία:''' [adj. f к [[Κίμωλος]] кимолосская: | |elrutext='''Κῐμωλία:''' [adj. f к [[Κίμωλος]] [[кимолосская]]: [[Κιμωλία γῆ]] Arph. [[кимолосская глина]] (мыльная глина, употреблявшаяся для чистка тканей, для стирки белья и проч.). | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 9: | Line 12: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κῐμωλία''': (δηλ. γῆ), ἡ, λευκὸν [[χῶμα]] ἢ «πηλός», ἐκ τῆς Κιμώλου, νήσου τῶν Κυκλάδων, περιέχων στοιχεῖα σόδας· ἦτο δὲ ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος ἐν τοῖς λουτροῖς καὶ τοῖς κουρείοις τῶν Ἀθηνῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 713, πρβλ. Στράβ. 484, κἑξ. | |lstext='''Κῐμωλία''': (δηλ. [[Κιμωλία γῆ]]), ἡ, λευκὸν [[χῶμα]] ἢ «πηλός», ἐκ τῆς Κιμώλου, νήσου τῶν Κυκλάδων, περιέχων στοιχεῖα σόδας· ἦτο δὲ ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος ἐν τοῖς λουτροῖς καὶ τοῖς κουρείοις τῶν Ἀθηνῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 713, πρβλ. Στράβ. 484, κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Κῐμωλία:''' (ενν. | |lsmtext='''Κῐμωλία:''' (ενν. [[Κιμωλία γῆ]]), <i>ἡ</i>, το [[έδαφος]] της Κιμώλου, [[λευκός]] [[πηλός]] από την Κίμωλο Κυκλάδων, ο [[οποίος]] χρησιμοποιούνταν ως [[εναλλακτικός]] του σαπουνιού, στα λουτρά, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |
Revision as of 20:31, 15 October 2024
Middle Liddell
sc. Κιμωλία γῆ, Cimolian earth, a white clay, from Cimolus in the Cyclades, which was used by way of soap in the baths, Ar.
French (Bailly abrégé)
Κιμωλίας;
adj. f.
de Kimolos.
Étymologie: Κίμωλος.
Russian (Dvoretsky)
Κῐμωλία: [adj. f к Κίμωλος кимолосская: Κιμωλία γῆ Arph. кимолосская глина (мыльная глина, употреблявшаяся для чистка тканей, для стирки белья и проч.).
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
Κῐμωλία: (δηλ. Κιμωλία γῆ), ἡ, λευκὸν χῶμα ἢ «πηλός», ἐκ τῆς Κιμώλου, νήσου τῶν Κυκλάδων, περιέχων στοιχεῖα σόδας· ἦτο δὲ ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος ἐν τοῖς λουτροῖς καὶ τοῖς κουρείοις τῶν Ἀθηνῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 713, πρβλ. Στράβ. 484, κἑξ.
Greek Monotonic
Κῐμωλία: (ενν. Κιμωλία γῆ), ἡ, το έδαφος της Κιμώλου, λευκός πηλός από την Κίμωλο Κυκλάδων, ο οποίος χρησιμοποιούνταν ως εναλλακτικός του σαπουνιού, στα λουτρά, σε Αριστοφ.
Translations
fuller's earth
Bengali: সর্জি, সর্জিকা, ক্ষারমৃত্তিকা; Bulgarian: хума; Chinese Mandarin: 漂白土; French: terre à foulon, argile smectique; German: Walkererde, Bleicherde, Fullererde; Greek: σμηκτίτης, σμηκτρίς γη; Ancient Greek: Κιμωλία, Κιμωλία γῆ, οὐφέλλαν, πλυντρίς, σμηκτρίς; Hindi: मुल्तानी मिट्टी; Irish: cré úcaire; Kazakh: фуллер топырағы; Latin: creta fullonia; Malayalam: മുൾട്ടാണി മിട്ടി; Nepali: मुल्तानी माटो; Punjabi: ਮੁਲਤਾਨੀ ਮਿੱਟੀ; Spanish: tierra de batán, tierra de Cimolia; Swedish: valklera, blekjord; Ukrainian: відбі́лювальні глини; Urdu: ملتانی مِٹّی; Welsh: clai pannwr,, pridd pannwr