μυρόεις: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myroeis
|Transliteration C=myroeis
|Beta Code=muro/eis
|Beta Code=muro/eis
|Definition=μυρόεσσα, μυρόεν, [[anointed]], βόστρυχος ''AP''6.234 (Eryc.); μοιχευταί Man.4.305.
|Definition=μυρόεσσα, μυρόεν, [[anointed]], [[βόστρυχος]] ''AP''6.234 (Eryc.); μοιχευταί Man.4.305.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρόεις]], μυρόεσσα, μυρόεν (Α)<br />μυρωμένος, αρωματισμένος, [[ευώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. [[οινόεις]])].
|mltxt=[[μυρόεις]], μυρόεσσα, μυρόεν (Α)<br />μυρωμένος, αρωματισμένος, [[ευώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. [[οινόεις]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῠρόεις:''' -εσσα, -εν, μυρωμένος, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 08:14, 21 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρόεις Medium diacritics: μυρόεις Low diacritics: μυρόεις Capitals: ΜΥΡΟΕΙΣ
Transliteration A: myróeis Transliteration B: myroeis Transliteration C: myroeis Beta Code: muro/eis

English (LSJ)

μυρόεσσα, μυρόεν, anointed, βόστρυχος AP6.234 (Eryc.); μοιχευταί Man.4.305.

German (Pape)

[Seite 221] μυρόεσσα, μυρόεν, gesalbt, βόστρυχος, Eryc. 2 (VI, 234).

French (Bailly abrégé)

μυρόεσσα, μυρόεν;
parfumé.
Étymologie: μύρον.

Russian (Dvoretsky)

μῠρόεις: μυρόεσσα, μυρόενумащенный (βόστρυχος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μῠρόεις: μυρόεσσα, μυρόεν, μεμυρωμένος, βόστρυχος Ἀνθ. Π. 6. 234.

Greek Monolingual

μυρόεις, μυρόεσσα, μυρόεν (Α)
μυρωμένος, αρωματισμένος, ευώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κατάλ. -όεις (πρβλ. οινόεις)].