προπέτεια: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
(13_5)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0739.png Seite 739]] ἡ, das Vorwärtsfallen, das Vorwärtsgeneigtsein, bes. Vorschnellheit, Keckheit, Unbesonnenheit, καὶ [[θρασύτης]] Dem. 22, 63, u. öfter; προπετείας καὶ τῆς μεγίστης ἀπονοίας [[σημεῖον]], 44, 58; oft Pol., der es mit [[προδοσία]] vrbdt, 10, 6, 2, S. Emp. oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0739.png Seite 739]] ἡ, das Vorwärtsfallen, das Vorwärtsgeneigtsein, bes. Vorschnellheit, Keckheit, Unbesonnenheit, καὶ [[θρασύτης]] Dem. 22, 63, u. öfter; προπετείας καὶ τῆς μεγίστης ἀπονοίας [[σημεῖον]], 44, 58; oft Pol., der es mit [[προδοσία]] vrbdt, 10, 6, 2, S. Emp. oft.
}}
{{ls
|lstext='''προπέτεια''': ἡ, [[ἀπερίσκεπτος]] [[σπουδή]], [[ὁρμή]], βία, [[ἀδιακρισία]], [[αὐθάδεια]], Ἰσοκρ. 100C, Δημ. 420. 11, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 8. 8· τρόπου πρ. Δημ. 526. 17· πρ. καὶ [[θρασύτης]] ὁ αὐτ. 612. 28, πρβλ. 663. 17· πρ. καὶ [[ἀπόνοια]] ὁ αὐτ. 1097. 29· ἀντίθετον τῷ [[σωφροσύνη]], ὁ αὐτ. 420. 11· ― [[ἀστάθεια]], Πολύβ. 10. 6, 2.
}}
}}

Revision as of 09:39, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπέτεια Medium diacritics: προπέτεια Low diacritics: προπέτεια Capitals: ΠΡΟΠΕΤΕΙΑ
Transliteration A: propéteia Transliteration B: propeteia Transliteration C: propeteia Beta Code: prope/teia

English (LSJ)

ἡ,

   A headlong haste, rashness, Isoc.5.90, Arist.EN1150b19; opp.σωφροσύνη, D.19.251; πρόπου π. Id.21.38; π. καὶ θρασύτης Id.22.63, cf. 23.130; π. καὶ ἀπόνοια Id.44.58; hasty judgement, Gal. Anim.Pass.2.6; fickleness, Plb.10.6.2.    II prominence, of the nose, Sor.1.103; of the eyes, Gal.18(2).301, Aët.7.2.

German (Pape)

[Seite 739] ἡ, das Vorwärtsfallen, das Vorwärtsgeneigtsein, bes. Vorschnellheit, Keckheit, Unbesonnenheit, καὶ θρασύτης Dem. 22, 63, u. öfter; προπετείας καὶ τῆς μεγίστης ἀπονοίας σημεῖον, 44, 58; oft Pol., der es mit προδοσία vrbdt, 10, 6, 2, S. Emp. oft.

Greek (Liddell-Scott)

προπέτεια: ἡ, ἀπερίσκεπτος σπουδή, ὁρμή, βία, ἀδιακρισία, αὐθάδεια, Ἰσοκρ. 100C, Δημ. 420. 11, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 8. 8· τρόπου πρ. Δημ. 526. 17· πρ. καὶ θρασύτης ὁ αὐτ. 612. 28, πρβλ. 663. 17· πρ. καὶ ἀπόνοια ὁ αὐτ. 1097. 29· ἀντίθετον τῷ σωφροσύνη, ὁ αὐτ. 420. 11· ― ἀστάθεια, Πολύβ. 10. 6, 2.