Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποτός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(c2)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0690.png Seite 690]] adj. verb. zu [[πίνω]], getrunken, trinkbar, ἢ [[ἐδανός]] Aesch. Ag. 1381, u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0690.png Seite 690]] adj. verb. zu [[πίνω]], getrunken, trinkbar, ἢ [[ἐδανός]] Aesch. Ag. 1381, u. Folgde.
}}
{{ls
|lstext='''ποτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πίνω]], ὁ πινόμενος, ὁ [[ἐπιτήδειος]] πρὸς πόσιν, τί κακὸν ἐδανὸν ἢ [[ποτὸν]] πασαμένη… Αἰσχύλ. Ἀγ. 1408· [[φάρμακον]] Εὐρ. Ἱππ. 516· [[ὕδωρ]] Θουκ. 6. 100· πρβλ. πιστὸς (Α). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ποτόν, τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ πινόμενον, [[μάλιστα]] ἐπὶ οἴνου, κοινῶς «πιοτό», κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο Ἰλ. Α. 470, κτλ.· θεῶν [[ποτὸν]] ἔχοντες Ὀδ. Β. 341· [[κρόμυον]] ποτῷ [[ὄψον]] Ἰλ. Α. 630· [[οὕτως]] ἐπὶ οἴνου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 615, Σοφ. Τρ. 703· τῷ ποτῷ χρέεσθαι Ἡρόδ. 2. 121, 4· [[σῖτα]] καὶ ποτά, φαγητὰ καὶ ποτά, ὁ αὐτ. 5. 54, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 27· βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι Εὐρ. Ἱκέτ. 1110· σιτία καὶ π. Πλάτ. Πρωτ. 334Α, κτλ. 2) [[ὕδωρ]] πρὸς πόσιν, ἰὼ Σκαμάνδρου πάτριον π., [[ὕδωρ]] τοῦ Σκ., [[ὅπερ]] ἔπινον οἱ πρόγονοί μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1157· Σπερχειὸς ἄρδει [[πεδίον]] εὐμενεῖ π. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 487· π. κρηναῖον Σοφ. Φιλ. 21, πρβλ. 1461· ποτάμια π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 587· πρβλ. Meineke εἰς Θεόκρ. 13. 46.
}}
}}

Revision as of 11:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτός Medium diacritics: ποτός Low diacritics: ποτός Capitals: ΠΟΤΟΣ
Transliteration A: potós Transliteration B: potos Transliteration C: potos Beta Code: poto/s

English (LSJ)

ή, όν, (πίνω)

   A drunk, for drinking, τί κακὸν ἐδανὸν ἢ ποτὸν πασαμένα . .; A.Ag.1408 (lyr.); φάρμακον E.Hipp.516; ὕδωρ Th.6.100.    II Subst., ποτόν, τό, that which one drinks, drink, esp. of wine, κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο Il.1.470, etc.; θεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες Od.2.341; κρόμυον ποτῷ ὄψον Il.11.630; of wine, A.Pers.615, S.Tr.703; τῷ ποτῷ χρησαμένους Hdt.2.121.δ'; σῖτα καὶ ποτά meat and drink, Id.5.34, X.An.2.3.27; βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι E.Supp.1110; σιτία καὶ π. Pl.Prt.334a, etc.    2 drinking water, ἰὼ Σκαμάνδρου πάτριον π. water of Sc.drunk by my sires, A.Ag.1157 (lyr.); Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ π. Id.Pers.487; π. κρηναῖον S.Ph.21, cf. 1461 (anap.); ποτάμια π. Id.Fr.659.5.

German (Pape)

[Seite 690] adj. verb. zu πίνω, getrunken, trinkbar, ἢ ἐδανός Aesch. Ag. 1381, u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ποτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πίνω, ὁ πινόμενος, ὁ ἐπιτήδειος πρὸς πόσιν, τί κακὸν ἐδανὸν ἢ ποτὸν πασαμένη… Αἰσχύλ. Ἀγ. 1408· φάρμακον Εὐρ. Ἱππ. 516· ὕδωρ Θουκ. 6. 100· πρβλ. πιστὸς (Α). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ποτόν, τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ πινόμενον, μάλιστα ἐπὶ οἴνου, κοινῶς «πιοτό», κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο Ἰλ. Α. 470, κτλ.· θεῶν ποτὸν ἔχοντες Ὀδ. Β. 341· κρόμυον ποτῷ ὄψον Ἰλ. Α. 630· οὕτως ἐπὶ οἴνου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 615, Σοφ. Τρ. 703· τῷ ποτῷ χρέεσθαι Ἡρόδ. 2. 121, 4· σῖτα καὶ ποτά, φαγητὰ καὶ ποτά, ὁ αὐτ. 5. 54, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 27· βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι Εὐρ. Ἱκέτ. 1110· σιτία καὶ π. Πλάτ. Πρωτ. 334Α, κτλ. 2) ὕδωρ πρὸς πόσιν, ἰὼ Σκαμάνδρου πάτριον π., ὕδωρ τοῦ Σκ., ὅπερ ἔπινον οἱ πρόγονοί μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1157· Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ π. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 487· π. κρηναῖον Σοφ. Φιλ. 21, πρβλ. 1461· ποτάμια π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 587· πρβλ. Meineke εἰς Θεόκρ. 13. 46.