βρέτας: Difference between revisions
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
(13_4) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0463.png Seite 463]] εος, τό, hölzernes Götterbild, Aesch. Spt. 94; Eur. Phoen. 1256 u. öfter; Ar. Equ. Bei Sp. auch in Prosa, Strab. – Nach B. A. 85 = ὁ [[ἀναίσθητος]], aus Anaxandrid., vgl. E. M. 213, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0463.png Seite 463]] εος, τό, hölzernes Götterbild, Aesch. Spt. 94; Eur. Phoen. 1256 u. öfter; Ar. Equ. Bei Sp. auch in Prosa, Strab. – Nach B. A. 85 = ὁ [[ἀναίσθητος]], aus Anaxandrid., vgl. E. M. 213, 6. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βρέτας''': τό, γεν. βρέτεος· πληθ., ὀν. καὶ αἰτ. βρέτεα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 463, ἀλλὰ βρέτη Θήβ. 95, 185, κτλ.· γεν. βρετέων ὁ αὐτ. 97, Ἱκέτ. 430· Ἐπ. δοτ. βρετάεσσιν Νίκανδ. παρ’ Ἀθην. 684D· ‒ ξύλινον [[ὁμοίωμα]] θεοῦ, [[ξόανον]], ὁ αὐτ. Εὐμ. 80, 242, 258, 409, Εὐρ. Ἀλκ. 974, Ἀριστοφ. Ἱππ. 31, κτλ.· ἀνθρώπου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 958· ‒ παρὰ πεζοῖς, Στράβ. 3 2) παρ’ Ἀναξανδρ. Διδ. 1, ἁπλῆ [[εἰκών]], μόνον [[ὁμοίωμα]] «[[ξόανον]]», δηλ. [[ἀναίσθητος]], [[βλάξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:23, 5 August 2017
English (LSJ)
τό, gen. βρέτεος, dat.
A βρέτει A.Eu.259 (lyr.): pl., nom. and acc. βρέτεα Id.Supp.463, but βρέτη Id.Th.95 (lyr.), 185, etc.; gen. βρετέων ib.97 (lyr.), Supp.429 (lyr.); Ep. dat. βρετάεσσιν Nic. Fr.74.68:—wooden image of a god, A.Eu.80, al., E.Alc.974 (lyr.), Ar.Eq.31, etc.; of a man, IG7.118 (Megara): in Prose, Str.8.7.2, Jul.Or.1.29d. 2 mere image, of a blockhead, Anaxandr.11.
German (Pape)
[Seite 463] εος, τό, hölzernes Götterbild, Aesch. Spt. 94; Eur. Phoen. 1256 u. öfter; Ar. Equ. Bei Sp. auch in Prosa, Strab. – Nach B. A. 85 = ὁ ἀναίσθητος, aus Anaxandrid., vgl. E. M. 213, 6.
Greek (Liddell-Scott)
βρέτας: τό, γεν. βρέτεος· πληθ., ὀν. καὶ αἰτ. βρέτεα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 463, ἀλλὰ βρέτη Θήβ. 95, 185, κτλ.· γεν. βρετέων ὁ αὐτ. 97, Ἱκέτ. 430· Ἐπ. δοτ. βρετάεσσιν Νίκανδ. παρ’ Ἀθην. 684D· ‒ ξύλινον ὁμοίωμα θεοῦ, ξόανον, ὁ αὐτ. Εὐμ. 80, 242, 258, 409, Εὐρ. Ἀλκ. 974, Ἀριστοφ. Ἱππ. 31, κτλ.· ἀνθρώπου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 958· ‒ παρὰ πεζοῖς, Στράβ. 3 2) παρ’ Ἀναξανδρ. Διδ. 1, ἁπλῆ εἰκών, μόνον ὁμοίωμα «ξόανον», δηλ. ἀναίσθητος, βλάξ.