αὐτογενής: Difference between revisions
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
(c2) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0396.png Seite 396]] ές, 1) dasselbe, Sp. – 2) von denselben Eltern geboren, Aesch. Suppl. 8, wo Wellauer | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0396.png Seite 396]] ές, 1) dasselbe, Sp. – 2) von denselben Eltern geboren, Aesch. Suppl. 8, wo Wellauer | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''αὐτογενής''': -ές, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] γεννηθείς, [[αὐτογέννητος]], [[δαίμων]] Στοβ. Ἐκλογ. 1. 972˙ - [[φυσικός]], [[ἔμφυτος]], αἰδὼς Χριστοδ. Ἔκφρ. 339. ΙΙ. ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους γεννηθείς, [[συγγενής]], αὐτογενεῖ φυξανορίᾳ Αἰσχύλ. Ἱκ. 9 κατὰ Bamberger ἀντὶ τοῦ αὐτογένητον φυλαξάνοραν τῶν χειρογράφων. Ὁ Paley ἑρμηνεύει τὸ [[χωρίον]]: «τῇ ἑκουσίᾳ ἡμῶν ἀποχωρήσει ἀπὸ συζυγίας μετ’ ἀνδρός»˙ ἀλλ’ ἴδε Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 430. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:47, 5 August 2017
English (LSJ)
ές,
A self-produced, δαίμων v. l. in Herm. ap. Stob.1.49.44, cf. Ph.1.618, Max.Tyr.16.6, Procl. in Prm.p.893 S., Orph.Fr. 245.8. 2 αὐτογενές, τό, = νάρκισσος, Ps.-Dsc.4.158; ὀστοῦν αὐ., = κολοκυνθίς, ib.176. II sprung from the same stock, kindred, A. Supp.8 (cj. Bamberger for αὐτογένητον).
German (Pape)
[Seite 396] ές, 1) dasselbe, Sp. – 2) von denselben Eltern geboren, Aesch. Suppl. 8, wo Wellauer
Greek (Liddell-Scott)
αὐτογενής: -ές, ἀφ’ ἑαυτοῦ γεννηθείς, αὐτογέννητος, δαίμων Στοβ. Ἐκλογ. 1. 972˙ - φυσικός, ἔμφυτος, αἰδὼς Χριστοδ. Ἔκφρ. 339. ΙΙ. ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους γεννηθείς, συγγενής, αὐτογενεῖ φυξανορίᾳ Αἰσχύλ. Ἱκ. 9 κατὰ Bamberger ἀντὶ τοῦ αὐτογένητον φυλαξάνοραν τῶν χειρογράφων. Ὁ Paley ἑρμηνεύει τὸ χωρίον: «τῇ ἑκουσίᾳ ἡμῶν ἀποχωρήσει ἀπὸ συζυγίας μετ’ ἀνδρός»˙ ἀλλ’ ἴδε Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 430.