φονάω: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
(13_3)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] mordgierig, blutgierig sein; Soph. Phil. 1193; Hesych. τὸ ἐπὶ φόνον μαίνεσθαι; ἐξ Ἄρεως Ael. V. H. 2, 44. 3, 9; [[ἄγριος]] [[ἰδεῖν]] καὶ φονῶν τὸ [[ὄμμα]] Philostr. imagg. 9 a. E.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] mordgierig, blutgierig sein; Soph. Phil. 1193; Hesych. τὸ ἐπὶ φόνον μαίνεσθαι; ἐξ Ἄρεως Ael. V. H. 2, 44. 3, 9; [[ἄγριος]] [[ἰδεῖν]] καὶ φονῶν τὸ [[ὄμμα]] Philostr. imagg. 9 a. E.
}}
{{ls
|lstext='''φονάω''': ἐφετ., φόνου ἐπιθυμῶ, ἐπιθυμῶ νὰ φονεύσω, φονᾷ, φονᾷ [[νόος]] ἤδη Σοφ. Φιλ. 1209· φονώσαισιν... λόγχαις (κατὰ τὸν Böckh, ἑπόμενον τῷ Σχολ., ἀντὶ φοινίαις) ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 117· ἐοικὼς φονῶντι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 44· τῷ ἐξ Ἄρεως φονῶντι [[αὐτόθι]] 3. 9· φονῶν τὸ [[ὄμμα]] Φιλόστρ. 874· πρβλ. Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592, Ἐτυμολ. Μέγ. 798, 10. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φονᾶν· τὸ ἐπὶ φόνῳ μαίνεσθαι» καὶ: «φονώντων· πρὸς φόνον θρασυνομένων καὶ λυσσώντων». ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε [[τομάω]], [[φαρμακάω]].
}}
}}

Revision as of 09:48, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φονάω Medium diacritics: φονάω Low diacritics: φονάω Capitals: ΦΟΝΑΩ
Transliteration A: phonáō Transliteration B: phonaō Transliteration C: fonao Beta Code: fona/w

English (LSJ)

Desiderative,

   A to be athirst for blood, to be murderous, φονᾷ, φονᾷ νόος ἤδη S.Ph.1209 (lyr.); φονώσαισιν . . λόγχαις (Boeckh, after Sch., for φονίαισιν) Id.Ant.117 (lyr.), cf. Hp.Virg.1; ἐοικὼς φονῶντι Ael. VH2.44; τῷ ἐξ Ἄρεος φονῶντι ib.3.9; φονῶν τὸ ὄμμα Philostr. Jun.Im.9.

German (Pape)

[Seite 1298] mordgierig, blutgierig sein; Soph. Phil. 1193; Hesych. τὸ ἐπὶ φόνον μαίνεσθαι; ἐξ Ἄρεως Ael. V. H. 2, 44. 3, 9; ἄγριος ἰδεῖν καὶ φονῶν τὸ ὄμμα Philostr. imagg. 9 a. E.

Greek (Liddell-Scott)

φονάω: ἐφετ., φόνου ἐπιθυμῶ, ἐπιθυμῶ νὰ φονεύσω, φονᾷ, φονᾷ νόος ἤδη Σοφ. Φιλ. 1209· φονώσαισιν... λόγχαις (κατὰ τὸν Böckh, ἑπόμενον τῷ Σχολ., ἀντὶ φοινίαις) ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 117· ἐοικὼς φονῶντι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 44· τῷ ἐξ Ἄρεως φονῶντι αὐτόθι 3. 9· φονῶν τὸ ὄμμα Φιλόστρ. 874· πρβλ. Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592, Ἐτυμολ. Μέγ. 798, 10. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φονᾶν· τὸ ἐπὶ φόνῳ μαίνεσθαι» καὶ: «φονώντων· πρὸς φόνον θρασυνομένων καὶ λυσσώντων». ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε τομάω, φαρμακάω.