μεταφορά: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
(13_5)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0156.png Seite 156]] ἡ, das Weg- u. Anderswohintragen, das Hinübertragen, bes. das Uebertragen eines Wortes auf einen andern Begriff, der Gebrauch eines Wortes in uneigentlicher Bedeutung; δηλῶσαι μὴ μόνον τοῖς τεταγμένοις ὀνόμασιν ἀλλὰ τὰ μὲν ξένοις, τὰ δὲ καινοῖς, τὰ δὲ μεταφοραῖς, Isocr. 9, 9; Arist. poet. 21 u. oft bei den Rhett.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0156.png Seite 156]] ἡ, das Weg- u. Anderswohintragen, das Hinübertragen, bes. das Uebertragen eines Wortes auf einen andern Begriff, der Gebrauch eines Wortes in uneigentlicher Bedeutung; δηλῶσαι μὴ μόνον τοῖς τεταγμένοις ὀνόμασιν ἀλλὰ τὰ μὲν ξένοις, τὰ δὲ καινοῖς, τὰ δὲ μεταφοραῖς, Isocr. 9, 9; Arist. poet. 21 u. oft bei den Rhett.
}}
{{ls
|lstext='''μεταφορά''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ μεταφέρειν, μετακομίζειν, Νικόμαχ. ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 35. 2) ἐν τῇ Ρητορικῇ, μεταφορὰ λέξεώς τινος εἰς νέαν σημασίαν, μεταφορικὸς [[τρόπος]] τοῦ λέγειν, τροπικὴ [[ἔκφρασις]], [[μεταφορά]], Λατ. translatio, Ἰσοκρ. 190D, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 21, 7, Ρητ. 3. 10, 7, κ. ἀλλ.
}}
}}

Revision as of 09:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταφορά Medium diacritics: μεταφορά Low diacritics: μεταφορά Capitals: ΜΕΤΑΦΟΡΑ
Transliteration A: metaphorá Transliteration B: metaphora Transliteration C: metafora Beta Code: metafora/

English (LSJ)

ἡ,

   A transference, Nicom.Com.1.35; of ownership, BGU 1127.37 (i B. C.).    2 transport, haulage, Hero Bel.102.11 (pl.); οἴνου POxy.729.24 (ii A. D.).    3 change, phase of the moon, Plu. 2.923c.    II Rhet., transference of a word to a new sense, metaphor, Isoc.9.9 (pl.), Arist.Po.1457b6, Rh.1410b36, Epicur.Nat.28.5, Plu.Cic.40, Demetr.Eloc.78 (pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 156] ἡ, das Weg- u. Anderswohintragen, das Hinübertragen, bes. das Uebertragen eines Wortes auf einen andern Begriff, der Gebrauch eines Wortes in uneigentlicher Bedeutung; δηλῶσαι μὴ μόνον τοῖς τεταγμένοις ὀνόμασιν ἀλλὰ τὰ μὲν ξένοις, τὰ δὲ καινοῖς, τὰ δὲ μεταφοραῖς, Isocr. 9, 9; Arist. poet. 21 u. oft bei den Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

μεταφορά: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ μεταφέρειν, μετακομίζειν, Νικόμαχ. ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 35. 2) ἐν τῇ Ρητορικῇ, μεταφορὰ λέξεώς τινος εἰς νέαν σημασίαν, μεταφορικὸς τρόπος τοῦ λέγειν, τροπικὴ ἔκφρασις, μεταφορά, Λατ. translatio, Ἰσοκρ. 190D, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 21, 7, Ρητ. 3. 10, 7, κ. ἀλλ.