ἀλίαστος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοί → tell not my own dream to me, you are telling me what I know already

Source
(13_5)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] unbiegsam, nicht nachgebend, heftig, Hom. siebenmal, Iliad. 2, 797 [[πόλεμος]], 20, 31 πόλεμον, 12, 471. 16, 296 [[ὅμαδος]], 24, 760 [[γόον]], 14, 57 μάχην ἀλίαστον; Advb. 24, 549 ἀλίαστον ὀδύρεο, unablässig; – ἀνίη Hes. Th. 610; Eur. [[φρήν]] Hec. 81; Πυλάδης Or. 1465, der muthige; sp. D., [[πόνος]] Ap. Rh. 2, 649, [[κῦμα]] 1, 1326.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] unbiegsam, nicht nachgebend, heftig, Hom. siebenmal, Iliad. 2, 797 [[πόλεμος]], 20, 31 πόλεμον, 12, 471. 16, 296 [[ὅμαδος]], 24, 760 [[γόον]], 14, 57 μάχην ἀλίαστον; Advb. 24, 549 ἀλίαστον ὀδύρεο, unablässig; – ἀνίη Hes. Th. 610; Eur. [[φρήν]] Hec. 81; Πυλάδης Or. 1465, der muthige; sp. D., [[πόνος]] Ap. Rh. 2, 649, [[κῦμα]] 1, 1326.
}}
{{ls
|lstext='''ἀλίαστος''': -ον, ([[λιάζομαι]]) [[ἄκαμπτος]], [[ἀκατάπαυστος]], ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπαύσῃ ἢ μετατρέψῃ· μάχῃ, [[ὅμαδος]], [[γόος]], Ἰλ. Ξ. 57., Μ. 471., Ω. 760· πόλεμον δ᾿ ἀλίαστον ἤγειρε, Υ. 31· ἀλ. ἀνίη, Ἡσ. Θ. 611: - οὐδ᾿ ὡς ἐπίρρ. μηδ᾿ ἀλίαστον ὀδύρεο, [[μηδὲ]] κλαῖε ἀκαταπαύστως, Ἰλ. Ω. 549· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, φρὴν [[ἀλίαστος]] φρίσσει, Εὐρ. Ἑκ. 85. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἀκατάβλητος]], [[ἀτρόμητος]], Εὐρ. Ὀρ. 1479: - Ἐπ. λέξ. ἀπαντῶσα δὶς παρ᾿ Εὐρ. ἐν λυρ. χωρίοις.
}}
}}

Revision as of 11:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλίαστος Medium diacritics: ἀλίαστος Low diacritics: αλίαστος Capitals: ΑΛΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: alíastos Transliteration B: aliastos Transliteration C: aliastos Beta Code: a)li/astos

English (LSJ)

ον, (λιάζομαι)

   A not to be turned aside, unabating, μάχη, ὅμαδος, γόος, Il.14.57, 12.471, 24.760; πόλεμον δ' ἀ. ἔγειρε 20.31; ἀ. ἀνίη Hes.Th.611: neut. as Adv., μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο Il.24.549, cf. φρὴν ἀλίαστος φρίσσει E.Hec.85.    2 = πολύς, κῦμα A.R.1.1326, acc. to Sch., cf.EM63.33.    II of persons, undaunted, E.Or. 1479.—Ep. word, used twice by E. in lyr.

German (Pape)

[Seite 95] unbiegsam, nicht nachgebend, heftig, Hom. siebenmal, Iliad. 2, 797 πόλεμος, 20, 31 πόλεμον, 12, 471. 16, 296 ὅμαδος, 24, 760 γόον, 14, 57 μάχην ἀλίαστον; Advb. 24, 549 ἀλίαστον ὀδύρεο, unablässig; – ἀνίη Hes. Th. 610; Eur. φρήν Hec. 81; Πυλάδης Or. 1465, der muthige; sp. D., πόνος Ap. Rh. 2, 649, κῦμα 1, 1326.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλίαστος: -ον, (λιάζομαι) ἄκαμπτος, ἀκατάπαυστος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπαύσῃ ἢ μετατρέψῃ· μάχῃ, ὅμαδος, γόος, Ἰλ. Ξ. 57., Μ. 471., Ω. 760· πόλεμον δ᾿ ἀλίαστον ἤγειρε, Υ. 31· ἀλ. ἀνίη, Ἡσ. Θ. 611: - οὐδ᾿ ὡς ἐπίρρ. μηδ᾿ ἀλίαστον ὀδύρεο, μηδὲ κλαῖε ἀκαταπαύστως, Ἰλ. Ω. 549· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, φρὴν ἀλίαστος φρίσσει, Εὐρ. Ἑκ. 85. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀκατάβλητος, ἀτρόμητος, Εὐρ. Ὀρ. 1479: - Ἐπ. λέξ. ἀπαντῶσα δὶς παρ᾿ Εὐρ. ἐν λυρ. χωρίοις.