συνδιαβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
(13_3)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1006.png Seite 1006]] (s. [[βάλλω]]), mit od. zugleich übersetzen; – mit verleumden, anklagen, Thuc. 6, 44. 61; pass., Lys. 12, 93; συνδιαβάλλομαι οὐδὲν [[αἴτιος]] ὤν, Dem. 39, 19; Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1006.png Seite 1006]] (s. [[βάλλω]]), mit od. zugleich übersetzen; – mit verleumden, anklagen, Thuc. 6, 44. 61; pass., Lys. 12, 93; συνδιαβάλλομαι οὐδὲν [[αἴτιος]] ὤν, Dem. 39, 19; Sp., wie Plut.
}}
{{ls
|lstext='''συνδιαβάλλω''': [[μεταφέρω]], [[διαβιβάζω]] διὰ μέσου τινὸς [[ὁμοῦ]]· καὶ ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. una trajicere, συνδ. τὸν κόλπον, [[διέρχομαι]] τὸν κόλπον [[ὁμοῦ]], Θουκ. 6. 44. ΙΙ. κατηγορῶ, [[διαβάλλω]], συκοφαντῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐπί τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], Δημ. 1404, ἐν τέλ. ― Παθ., συνδιαβάλλομαι, Θουκ. 6. 61, Λυσί. 128. 40, Δημ. 1000. 1.
}}
}}

Revision as of 10:44, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαβάλλω Medium diacritics: συνδιαβάλλω Low diacritics: συνδιαβάλλω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: syndiabállō Transliteration B: syndiaballō Transliteration C: syndiavallo Beta Code: sundiaba/llw

English (LSJ)

   A cross together, πάντα [τὰ πλοῖα] ξυνδιέβαλλε τὸν κόλπον Th.6.44.    II accuse along with, D.61.12:—Pass., to be accused together, Th.6.61, Lys.12.93, D.39.19.

German (Pape)

[Seite 1006] (s. βάλλω), mit od. zugleich übersetzen; – mit verleumden, anklagen, Thuc. 6, 44. 61; pass., Lys. 12, 93; συνδιαβάλλομαι οὐδὲν αἴτιος ὤν, Dem. 39, 19; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαβάλλω: μεταφέρω, διαβιβάζω διὰ μέσου τινὸς ὁμοῦ· καὶ ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. una trajicere, συνδ. τὸν κόλπον, διέρχομαι τὸν κόλπον ὁμοῦ, Θουκ. 6. 44. ΙΙ. κατηγορῶ, διαβάλλω, συκοφαντῶ ὁμοῦ μετά τινος, ἐπί τινι, διά τι πρᾶγμα, Δημ. 1404, ἐν τέλ. ― Παθ., συνδιαβάλλομαι, Θουκ. 6. 61, Λυσί. 128. 40, Δημ. 1000. 1.