στρόφιγξ: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(13_6b) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0956.png Seite 956]] ιγγος, ἡ, wie [[στροφεύς]], Wirbelknochen, Poll. 2, l 30; vgl. Plat. Tim. 74 a. Uebh. Wirbel, Zapfen, um den sich ein Körper dreht, Thürangel, eigtl. der Zapfen oben und unten am Thürflügel, der sich in einem Loche drehte und aus dem Kernholze von [[λωτός]], [[πύξος]] od. [[πρῖνος]] gemacht wurde, [[στροφεύς]] aber das Stück aus dem Holze der [[πτελέα]], an dem die [[στρόφιγξ]] saß, Theophr.; πῶλοι στρόφιγξιν [[ἔνδοθεν]] κ υκλούμεναι, Eur. Phoen. 1133; übertr., γλώττης [[στρόφιγξ]], Ar. Ran. 890. – Auch der Hahn an einer Röhre, den man umdreht, τὸ τοῖς σωλῆσιν ἐμβαλλόμενον, ὥςτε τὲν τοῦ ὔδατος ἐπέχειν καὶ αὖ [[πάλιν]] ἀνιέναι φοράν, Schol. Ar. Nubb. 450, l. d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0956.png Seite 956]] ιγγος, ἡ, wie [[στροφεύς]], Wirbelknochen, Poll. 2, l 30; vgl. Plat. Tim. 74 a. Uebh. Wirbel, Zapfen, um den sich ein Körper dreht, Thürangel, eigtl. der Zapfen oben und unten am Thürflügel, der sich in einem Loche drehte und aus dem Kernholze von [[λωτός]], [[πύξος]] od. [[πρῖνος]] gemacht wurde, [[στροφεύς]] aber das Stück aus dem Holze der [[πτελέα]], an dem die [[στρόφιγξ]] saß, Theophr.; πῶλοι στρόφιγξιν [[ἔνδοθεν]] κ υκλούμεναι, Eur. Phoen. 1133; übertr., γλώττης [[στρόφιγξ]], Ar. Ran. 890. – Auch der Hahn an einer Röhre, den man umdreht, τὸ τοῖς σωλῆσιν ἐμβαλλόμενον, ὥςτε τὲν τοῦ ὔδατος ἐπέχειν καὶ αὖ [[πάλιν]] ἀνιέναι φοράν, Schol. Ar. Nubb. 450, l. d. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στρόφιγξ''': -ιγγος, ὁ, καὶ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 446. 31, κτλ., ἡ· ([[στρέφω]])· - ὡς τὸ [[στροφεύς]], ὁ [[ἄξων]] ἢ τὸ [[σημεῖον]] ἐφ’ οὗ τι περιστρέφεται, «[[στροφεύς]]» Ἡσύχ., Εὐρ. Φοίν. 1126. 2) στρόφιγγες ἐκαλοῦντο μοχλίσκοι στρεφόμενοι ἐντὸς θηκῶν ἀκινήτων, Λατ. Scapi cardinales, κατὰ τὸ ἄνω καὶ [[κάτω]] [[μέρος]] τῆς θύρας, ἐφ’ ὧν αὕτη ἐστρέφετο· ἦσαν δὲ πεποιημένοι ἐκ λωτοῦ, πύξου ἢ πρίνου, ὁ δὲ στροφεὺς κατασκευαζόμενος ἐκ πτελέας, ἦτο ἡ [[θήκη]] ἐν ᾗ ὁ [[στρόφιγξ]] ἐστρέφετο, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 4 κἑξ., πρβλ. Βιτρούβ. 4. 6, Πλουτ. Ρωμ. 23· - [[ἐντεῦθεν]] ἡ [[λέξις]] λαμβάνεται ἐπὶ τῶν σπονδύλων θεωρουμένων ὡς στροφίγγων, ἐφ’ ὧν τὸ [[σῶμα]] στηριζόμενον κινεῖται, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 71b, Πλάτ. Τίμ. 74Α, Β. 3) τὸ [[πῶμα]] σωλῆνος ὕδατος, [[ἐπιστόμιον]], «κάνουλα», κτλ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 450. 4) μεταφορ., στρ. γλώττης, ἐπὶ γλώσσης εὐχερῶς κινουμένης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 892. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:38, 5 August 2017
English (LSJ)
ιγγος, ὁ (ἡ, EM446.31): (στρέφω):—
A pivot, axle or pin on which a body turns, E.Ph.1126. 2 pl., pivots working in sockets, at top and bottom of a door, Thphr.HP5.5.4, al., PCair.Zen. 782 (a).7(iii B.C.), Plu.Rom.23, Gal.UP1.15. 3 metaph., γλώττης σ., of a well-hung tongue, Ar.Ra.892; of the vertebrae, Pherecr. 236, Pl.Ti.74a, 74b. 4 νύμφη ἡ ἐν τῷ σ., dub. sens. in AJA30.249 (Cyprus).
German (Pape)
[Seite 956] ιγγος, ἡ, wie στροφεύς, Wirbelknochen, Poll. 2, l 30; vgl. Plat. Tim. 74 a. Uebh. Wirbel, Zapfen, um den sich ein Körper dreht, Thürangel, eigtl. der Zapfen oben und unten am Thürflügel, der sich in einem Loche drehte und aus dem Kernholze von λωτός, πύξος od. πρῖνος gemacht wurde, στροφεύς aber das Stück aus dem Holze der πτελέα, an dem die στρόφιγξ saß, Theophr.; πῶλοι στρόφιγξιν ἔνδοθεν κ υκλούμεναι, Eur. Phoen. 1133; übertr., γλώττης στρόφιγξ, Ar. Ran. 890. – Auch der Hahn an einer Röhre, den man umdreht, τὸ τοῖς σωλῆσιν ἐμβαλλόμενον, ὥςτε τὲν τοῦ ὔδατος ἐπέχειν καὶ αὖ πάλιν ἀνιέναι φοράν, Schol. Ar. Nubb. 450, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
στρόφιγξ: -ιγγος, ὁ, καὶ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 446. 31, κτλ., ἡ· (στρέφω)· - ὡς τὸ στροφεύς, ὁ ἄξων ἢ τὸ σημεῖον ἐφ’ οὗ τι περιστρέφεται, «στροφεύς» Ἡσύχ., Εὐρ. Φοίν. 1126. 2) στρόφιγγες ἐκαλοῦντο μοχλίσκοι στρεφόμενοι ἐντὸς θηκῶν ἀκινήτων, Λατ. Scapi cardinales, κατὰ τὸ ἄνω καὶ κάτω μέρος τῆς θύρας, ἐφ’ ὧν αὕτη ἐστρέφετο· ἦσαν δὲ πεποιημένοι ἐκ λωτοῦ, πύξου ἢ πρίνου, ὁ δὲ στροφεὺς κατασκευαζόμενος ἐκ πτελέας, ἦτο ἡ θήκη ἐν ᾗ ὁ στρόφιγξ ἐστρέφετο, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 4 κἑξ., πρβλ. Βιτρούβ. 4. 6, Πλουτ. Ρωμ. 23· - ἐντεῦθεν ἡ λέξις λαμβάνεται ἐπὶ τῶν σπονδύλων θεωρουμένων ὡς στροφίγγων, ἐφ’ ὧν τὸ σῶμα στηριζόμενον κινεῖται, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 71b, Πλάτ. Τίμ. 74Α, Β. 3) τὸ πῶμα σωλῆνος ὕδατος, ἐπιστόμιον, «κάνουλα», κτλ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 450. 4) μεταφορ., στρ. γλώττης, ἐπὶ γλώσσης εὐχερῶς κινουμένης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 892.