παιπάλη: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
(13_5)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0442.png Seite 442]] ἡ (vgl. [[πάλη]]), das feinste Mehl, Mehlstaub, VLL.; καταπαττόμενος γὰρ [[παιπάλη]] γενήσομαι, Ar. Nubb. 262; ἀλφίτων, Sp.; [[παιπάλη]] ἐν ἀλφίτῳ πεποιημένη, Polyaen. 4, 3, 32. Uebertr., λέγειν γενήσει [[τρίμμα]], [[κρόταλον]], [[παιπάλη]], Ar. Nubb. 260, von einem abgefeimten, verschmitzten Menschen, der so sein ist wie Haarpuder.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0442.png Seite 442]] ἡ (vgl. [[πάλη]]), das feinste Mehl, Mehlstaub, VLL.; καταπαττόμενος γὰρ [[παιπάλη]] γενήσομαι, Ar. Nubb. 262; ἀλφίτων, Sp.; [[παιπάλη]] ἐν ἀλφίτῳ πεποιημένη, Polyaen. 4, 3, 32. Uebertr., λέγειν γενήσει [[τρίμμα]], [[κρόταλον]], [[παιπάλη]], Ar. Nubb. 260, von einem abgefeimten, verschmitzten Menschen, der so sein ist wie Haarpuder.
}}
{{ls
|lstext='''παιπάλη''': [ᾰ], ἡ, (κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τοῦ [[πάλη]], ἴδε [[πάλλω]] (ἐν τέλ.) τὸ λεπτότατον [[ἄλευρον]], ἡ [[ἄχνη]], Λατ. pollen, flos farinae (Διοσκ. 3. 41, Γαλην., πρβλ. [[πασπάλη]]), Ἀριστοφ. Νεφ. 262· καὶ μεταφορ., [[παιπάλη]] λέγειν, ἐπὶ ἀνθρώπου λαλοῦντος περὶ λεπτῶν πραγμάτων, [[αὐτόθι]] 260, πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ [[πασπάλη]]. - Καθ’ Ἡσύχ: «[[παιπάλη]]· [[ἄλευρον]] λεπτόν, τὸ ἀπὸ κριθῆς, ἢ κέγχρου, ἢ τὸ [[τυχόν]]», πρβλ. Σουΐδ. κ. Φώτιον ἐν λ.
}}
}}

Revision as of 09:59, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιπᾰλη Medium diacritics: παιπάλη Low diacritics: παιπάλη Capitals: ΠΑΙΠΑΛΗ
Transliteration A: paipálē Transliteration B: paipalē Transliteration C: paipali Beta Code: paipa/lh

English (LSJ)

ἡ (redupl. from πάλη (B))

   A the finest flour or meal, Ar.Nu.262; π. ἀλφίτων Apollon. ap. Gal. 12.502, v.l. in Dsc.3.39: metaph., λέγειν γενήσει . . παιπάλη, i. e. a subtle talker, Ar.Nu.260, cf. sq. and πασπάλη.

German (Pape)

[Seite 442] ἡ (vgl. πάλη), das feinste Mehl, Mehlstaub, VLL.; καταπαττόμενος γὰρ παιπάλη γενήσομαι, Ar. Nubb. 262; ἀλφίτων, Sp.; παιπάλη ἐν ἀλφίτῳ πεποιημένη, Polyaen. 4, 3, 32. Uebertr., λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη, Ar. Nubb. 260, von einem abgefeimten, verschmitzten Menschen, der so sein ist wie Haarpuder.

Greek (Liddell-Scott)

παιπάλη: [ᾰ], ἡ, (κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τοῦ πάλη, ἴδε πάλλω (ἐν τέλ.) τὸ λεπτότατον ἄλευρον, ἡ ἄχνη, Λατ. pollen, flos farinae (Διοσκ. 3. 41, Γαλην., πρβλ. πασπάλη), Ἀριστοφ. Νεφ. 262· καὶ μεταφορ., παιπάλη λέγειν, ἐπὶ ἀνθρώπου λαλοῦντος περὶ λεπτῶν πραγμάτων, αὐτόθι 260, πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ πασπάλη. - Καθ’ Ἡσύχ: «παιπάλη· ἄλευρον λεπτόν, τὸ ἀπὸ κριθῆς, ἢ κέγχρου, ἢ τὸ τυχόν», πρβλ. Σουΐδ. κ. Φώτιον ἐν λ.