προδοκή: Difference between revisions

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
(13_1)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0716.png Seite 716]] ἡ, Ort, wo man Einem auflauert, bes. dem Wilde, αἶγα πέτρης ἐκβαίνοντα δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν, Il. 4, 107.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0716.png Seite 716]] ἡ, Ort, wo man Einem auflauert, bes. dem Wilde, αἶγα πέτρης ἐκβαίνοντα δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν, Il. 4, 107.
}}
{{ls
|lstext='''προδοκή''': ἡ, ([[δέχομαι]], [[δοκάω]]), [[τόπος]] [[ἔνθα]] τις ἐνεδρεύει ἢ περιμένει τὸ [[θήραμα]], «[[προενέδρα]]» κατὰ τὸν Ἡσύχ., δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν, «τόποις πρὸς ἐνέδραν ἐπιτηδείοις προσκοπεῦσαι» (Σχόλ.) Ἰλ. Δ. 107.
}}
}}

Revision as of 10:02, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδοκή Medium diacritics: προδοκή Low diacritics: προδοκή Capitals: ΠΡΟΔΟΚΗ
Transliteration A: prodokḗ Transliteration B: prodokē Transliteration C: prodoki Beta Code: prodokh/

English (LSJ)

ἡ, (

   A δέχομαι 11) place where one lies in wait, lurking-place, δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν Il.4.107.

German (Pape)

[Seite 716] ἡ, Ort, wo man Einem auflauert, bes. dem Wilde, αἶγα πέτρης ἐκβαίνοντα δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν, Il. 4, 107.

Greek (Liddell-Scott)

προδοκή: ἡ, (δέχομαι, δοκάω), τόπος ἔνθα τις ἐνεδρεύει ἢ περιμένει τὸ θήραμα, «προενέδρα» κατὰ τὸν Ἡσύχ., δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν, «τόποις πρὸς ἐνέδραν ἐπιτηδείοις προσκοπεῦσαι» (Σχόλ.) Ἰλ. Δ. 107.